Το ταξίδι τους θα ξεκινούσε νωρίς το επόμενο πρωί. Η Φρέγια, ο Λουκ και η Γκρέις είχαν κοιμηθεί από νωρίς για να έχουν δυνάμεις για την μεγάλη μέρα που τους περίμενε την επομένη. Μέσα στο βράδυ η Φρέγια, ένιωσε ένα βάρος στο στήθος της, τόσο δυνατό που της στερούσε ακόμα και την δυνατότητα να αναπνεύσει. Ευθύς αμέσως άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. Πετάχτηκε από το κρεβάτι έντρομη. Μόλις είχε ξυπνήσει από έναν τρομερό εφιάλτη. Κατευθύνθηκε προς τα έξω καθώς ένιωθε την ανάγκη, να γεμίσει τα πνευμόνια της με καθαρό αέρα. Πήρε βαθιές ανάσες. Εισέπνευσε και έκπνευσε αρκετές φορές, μέχρι να καταφέρει να ισορροπήσει την αναπνοή της. Ένιωθε φόβο. Μετά από τόσο καιρό, μετά από όλα αυτά που είχε περάσει ένιωσε ξανά στην καρδιά της αυτή την αποτρόπαιη αίσθηση του φόβου, που σε κατακλύζει, σε παραλύει, σε κυριεύει. Ήταν εκεί, δεν έφευγε όσος αέρας κι αν πλημμύριζε το εσωτερικό της. Ένιωθε την ασχήμια του, έβλεπε την ζοφερή όψη του, μην μπορώντας να κάνει κάτι. Θυμόταν πότε είχε ξανά νιώσει έτσι. Όταν παραδόθηκε. Όταν περίμενε τον θάνατο να την λυτρώσει. Όταν νόμιζε πως εκείνος ήταν νεκρός... Ένιωθε πως κάτι θα συμβεί. Ήθελε να κλάψει. Να κλάψει σαν μικρό παιδί που φοβάται το σκοτάδι. Γιατί αυτό ακριβώς ένιωθε, αυτό ακριβώς φοβόταν.
Αυτό το σκοτάδι που περίμενε να την κυκλώσει, να την απορροφήσει μέσα του και να μην την αφήσει ποτέ ξανά να αντικρίσει το φως.
- Φρέγια, τι κάνεις εδώ έξω τέτοια ώρα; Η φωνή του Λουκ την έβγαλε απότομα από τις σκέψεις της. Στράφηκε προς το μέρος του αλλά δεν του απάντησε. Φρέγια μου, είσαι καλά; Τι σου συμβαίνει; Την ρώτησε ανήσυχος και την πλησίασε. Εκείνη δεν μίλησε και πάλι. Όταν την είχε πλησιάσει αρκετά και ένιωσε το άγγιγμά του απλά προσκολλήθηκε πάνω του με τόση δύναμη, σαν να εξαρτώνταν από αυτό η ζωή της. Ο Λουκ ξαφνιάστηκε αλλά αμέσως μετά τύλιξε τα χέρια του γύρω της και της χάϊδεψε απαλά τα μαλλιά.
- Αν γίνει... Ξεκίνησε να λέει. Αν γίνει αυτό, δεν θα το αντέξω. Ψιθύρισε.
- Φρέγια μου για ποιο πράγμα μιλάς; Τι έπαθες; Μίλησέ μου, ανησυχώ. Της είπε. Η κοπέλα βγήκε από την αγκαλιά του, τον κοίταξε στα μάτια και πέρασε τρυφερά τα δάχτυλά της κατά μήκος του προσώπου του.
- Παιδιά, τι κάνετε εδώ μέσα στην νύχτα; Όλα καλά; Ακούστηκε η φωνή της Γκρέις που βρισκόταν στην πόρτα του σπιτιού.
- Άκουσα την εξώπορτα να ανοίγει και βγήκα να δω. Βρήκα εδώ την Φρέγια. Εξήγησε ο Λουκ και έστρεψε και πάλι το βλέμμα του στην Φρέγια.
- Ζαλίζομαι. Μουρμούρισε η Φρέγια και ο Λουκ μόλις που πρόλαβε να την πιάσει στα χέρια του, προτού έρθει σε επαφή με το έδαφος. Λίγα λεπτά αργότερα, ο Λουκ και η Γκρέις στέκονταν δίπλα από το κρεβάτι της Φρέγια, με εκείνη να βρίσκεται ξαπλωμένη και ακόμη χωρίς τις αισθήσεις της. Μόλις άνοιξε τα μάτια της, τους διαβεβαίωσε ότι ήταν καλά κι ότι μάλλον θα είχε δει κάποιο όνειρο που την φόβισε. Εν μέρει ήταν η αλήθεια. Όμως είχε ξεχάσει αυτό το τρομερό και προμηνυτικό θα λέγαμε, όνειρο. Αν το θυμόταν, ίσως θα είχαν αποφευχθεί πολλά τρομερά πράγματα, έτσι όμως έπρεπε να γίνει... Ο Λουκ πάρα τις διαβεβαιώσεις της Φρέγια, επέμενε ότι δεν θα την άφηνε μόνη όλη την νύχτα γιατί ανησυχούσε πολύ. Έτσι πέρασαν εκείνη την νύχτα αγκαλιά. Στην πραγματικότητα ο Λουκ, ήθελε να διώξει τα άσχημα όνειρα της Φρέγια μακριά, ήθελε να την προστατέψει για αυτό επέμενε τόσο. Ήθελε να νιώθει ασφαλής στην αγκαλιά του. Το ξημέρωμα δεν άργησε να έρθει, κι έτσι τα τρία παιδιά ετοιμάζονταν για το ταξίδι τους. Η Φρέγια είχε αφαιρέσει από το μυαλό της εντελώς, το συμβάν της προηγούμενης νύχτας. Πήραν λοιπόν τα πράγματά τους, κι αφού φρόντισαν για την απόκρυψη των ταυτοτήτων τους, φορώντας τις κάπες με την δύναμη του χαμαιλέοντα ξεκίνησαν για τον προορισμό τους. Το σχέδιο ήταν να μπουν κρυφά, στο σπίτι του Λούθερ και αν όλα πήγαιναν καλά, στην συνέχεια να πήγαιναν στο φρούριο των Κόκκινων Φρουρών για να βρουν στοιχεία που θα τους οδηγούσαν στον Κρύσταλλο της Φωτιάς. Υπήρχε κάτι όμως, που δεν είχαν υπολογίσει σωστά... Ο Λούθερ όντας ένας πολύ ισχυρός μάγος, είχε την ικανότητα να αισθάνεται την παρουσία μαγείας. Έτσι, μόλις οι τρεις τους σκεπτόμενοι ότι περνούσαν απαρατήρητοι λόγω της κάλυψής τους, βρέθηκαν στο ίδιο δωμάτιο με τον Λούθερ χωρίς να κάνουν τον παραμικρό θόρυβο, εκείνος τους αντιλήφθηκε. Ούτε που κατάλαβαν πότε και πως είχαν βρεθεί πεσμένοι στο πάτωμα με τις κάπες τους να έχουν γλιστρήσει στο πλάι, αποκαλύπτοντας έτσι τις ταυτότητές τους.
- Για δες ποιους έχουμε εδώ! Την Εκλεκτή και το παρεάκι της! Είπε σαρκαστικά ο Λούθερ. Καθώς είχαν σηκωθεί πλέον και στέκονταν απέναντί του, εκείνος συνέχισε. Μα τι ευγενική χειρονομία να έρθετε από μόνοι σας εδώ. Με βγάλατε από πολύ κόπο! Καιρός να τελειώσει το παραμυθάκι σας δεν νομίζετε; Είπε σε έντονο ύφος και αμέσως μετά άφησε ένα μακρόσυρτο γέλιο.
- Κάνεις λάθος! Δεν τελειώνει έτσι, Λούθερ. Απάντησε η Φρέγια διακόπτωντας, το εκνευριστικό του γέλιο.
- Αλήθεια; Και για πες μου λοιπόν, Φρέγια. Πως τελειώνει; Θα έρθει και η μανούλα σου σε λίγο μήπως; Τι συγκινητικό, θα έρθει για να προστατέψει την κορούλα της. Απάντησε στον ίδιο ειρωνικό τόνο με πριν εκείνος.
- Πάψε! Μην μιλάς για την μητέρα μου! Δεν είσαι άξιος ούτε το όνομά της να προφέρεις! Του φώναξε η Φρέγια. Το ύφος του Λούθερ άλλαξε.
- Βλέπω από την αντίδρασή σου και μόνο, ότι είσαι καλά πληροφορημένη για την ιστορία μου με την μητέρα σου. Γιατί τόσος θυμός όμως; Δεν φταίω εγώ που εκείνη πίστεψε ότι ήταν ο έρωτας της ζωής μου...
- Αυτό την έκανες να πιστέψει! Ώστε δεν ήταν; Εμπρός παραδέξου το! Γιατί δεν λες την αλήθεια για μια φορά; Του ανταπάντησε σε επιθετικό τόνο.
- Αρκετά! Δεν θα κάτσω να δώσω εξηγήσεις σε ένα κακομαθημένο κοριτσάκι! Ειδικά από την στιγμή που έχουμε να ασχοληθούμε με πολύ πιο σημαντικά πράγματα. Πρέπει να ειδοποιήσω τους κυνηγούς ότι έχουμε επιτέλους την μάγισσα που ψάχνουν! Είπε με ένα σαρδώνιο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Φρουροί! Φώναξε, κι αμέσως στον χώρο εμφανίστηκαν μέλη των Κόκκινων Φρουρών. Πάρτε τους. Πηγαίντε τους στο μπουντρούμι μέχρι να έρθουν οι κυνηγοί. Μην τους προκαλέσετε μεγάλη ζημιά, δεν θέλουμε καμία εξέγερση των μάγων για κακοποίηση των κρατουμένων. Οπότε όχι σημάδια και τέτοια. Τουλάχιστον, όχι σε μέρη που φαίνονται. Είπε τονίζοντας με νόημα τις τελευταίες λέξεις του. Στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε ένα αηδιαστικό χαμόγελο.
-Περίμενε! Φώναξε η Φρέγια. Άστους να φύγουν. Δεν τους χρειάζεσαι, δεν φταίνε σε κάτι. Εμένα θέλεις! Κράτησε μόνο εμένα. Όμως άστους να φύγουν.
- Φρέγια. Εγώ δεν φεύγω χωρίς εσένα. Μαζί θα φύγουμε. Της απάντησε ο Λουκ. Η κοπέλα τον κοίταξε θλιμμένη καθώς καταλάβαινε τι θα επακολουθούσε.
- Από εδώ δεν φεύγει κανένας. Τουλάχιστον χωρίς την συνοδεία των Κυνηγών. Είπε ο Λούθερ και έκανε νόημα να τους πάνε στο μπουντρούμι.
- Όχι! Σε παρακαλώ! Δεν φταίνε σε τίποτα! Άστους να φύγουν! Σε παρακαλώ... Είπε πάλι η Φρέγια.
- Πήρες την απάντησή σου Φρέγια. Τελείωσε το παραμυθάκι σας. Την επόμενη στιγμή κατευθύνονταν προς τα μπουντρούμια.
- Συγνώμη... Τους ψιθύρισε.
- Δεν φταις εσύ, Φρέγια. Και όσο για αυτό που είπες, ότι δεν φταίμε σε τίποτα εμείς και να μας αφήσουν φύγουμε, ούτε εσύ φταις σε κάτι. Ούτε σε σένα αξίζει αυτό. Της απάντησε η Γκρέις.
- Θα τα καταφέρουμε Φρέγια! Σε παρακαλώ μην χάνεις τις ελπίδες σου. Δεν γίνεται... Δεν γίνεται να τελειώσει έτσι... Ήταν τα τελευταία λόγια του Λουκ, προτού τους κλείσουν στο μπουντρούμι.
YOU ARE READING
Πέρα από τα όρια της πραγματικότητας
Fantasy🥇1η θέση στον Χριστουγεννιάτικο διαγωνισμό του 2020!🥇 Η Φρέγια είναι μια νεαρή κοπέλα που ζει στα μέσα του 18ου αιώνα και αντιμετωπίζει κατηγορίες που έχουν δημιουργηθεί μέσα από θρύλους και μύθους που την χρίζουν μαγισσα.. Ο όρος "μάγισσα" εκείνη...