Ενωμένοι μέχρι το τέλος

17 3 4
                                    

Στέκονταν αμίλητοι, περιμένοντας τι θα συμβεί. Η Φρέγια, ένιωθε πως εκείνη ήταν υπεύθυνη για την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν. Από το βάθος του διαδρόμου, ακούστηκαν βαριά βήματα να πλησιάζουν και τα τρία παιδιά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, έχοντας έναν αμοιβαίο φόβο αποτυπωμένο στα πρόσωπά τους. Τα βήματα σταμάτησαν λίγο πριν από την πόρτα και αμέσως μετά, στο σκηνικό μπήκε η μορφή ενός γεροδεμένου και μεγαλόσωμου ψηλού άντρα. Στο πρόσωπό του διακρινόταν ένα ψυχρό, σχεδόν ανέκφραστο βλέμμα και το σαγόνι του πλαισιονόταν από γένια. Το όλο παρουσιαστικό του  τρόμαζε την Φρέγια. Άνοιξε με έναν ξαφνικό θόρυβο την πόρτα, σπάζοντας την σιωπή που επικρατούσε τόση ώρα. Καθώς τα βήματά του πλησίαζαν όλο και περισσότερο τρόμος κατέβαλε τα τρία παιδιά, στην θύμηση όσων είχε πει ο Λούθερ. Στάθηκε μπροστά στην Φρέγια. Το παγωμένο βλέμμα του καρφώθηκε πάνω της.
- Ώστε εσύ είσαι. Για σένα γίνονται όλα αυτά. Για να δούμε λοιπόν αν αληθεύουν όσα λέγονται. Πόσο δυνατή είσαι... Ακούστηκε η βαριά φωνή του κι αμέσως μετά με μια κίνηση του χεριού του η Φρέγια, βρέθηκε γονατισμένη και ακινητοποιημένη μπροστά του. Ο Λουκ και η Γκρέις που τόση ώρα δεν τους είχε δώσει ο άντρας σημασία, πήγαν να επέμβουν αλλά βρέθηκαν κι εκείνοι στην ίδια θέση δίπλα στην Φρέγια. Ο άντρας γέλασε δυνατά. Μην ανησυχείτε, θα έρθει κι η σειρά σας. Είπε σαρκαστικά εκείνος και έστρεψε την προσοχή του και πάλι στην Φρέγια.
- Τι θα μας κάνεις; Ρώτησε η Φρέγια κοιτώντας τον στα μάτια.
- Εγώ όχι πολλά, απλά θα δοκιμάσω τις αντοχές σου και θα διαπιστώσω αν αληθεύουν οι φήμες για σένα. Θα ασχοληθώ βέβαια και με τα φιλαράκια σου, μην ανησυχείς. Της είπε ειρωνικά. Σήκωσε το χέρι του και το τοποθέτησε στο κεφάλι της Φρέγια. Η κοπέλα αρχικά ένιωσε να ζαλίζεται και στην συνέχεια έναν φρικτό πόνο. Εκείνη την στιγμή, οι αναμνήσεις και οι σκέψεις της διερευνούνταν από εκείνον τον άντρα, καθώς εισχωρούσε χωρίς να μπορεί να τον εμποδίσει στο μυαλό της. Έμαθε τα πάντα. Για την αναζήτηση των Κρυστάλλων, για όλα. Η Φρέγια ένιωθε μία τεράστια πίεση, σαν να περίμενε από στιγμή σε στιγμή, να εκραγεί ο εγκέφαλός της. Μόλις ο άντρας αφαίρεσε το χέρι του από το κεφάλι της, έπεσε κάτω.
- Φρέγια! Ακούστηκε η φωνή του Λουκ και της Γκρέις ταυτόχρονα.
- Σιωπή! Φώναξε ο άντρας. Κόρη του Λούθερ... Η Εκλεκτή κόρη του Αρχηγού των Κόκκινων Φρουρών! Πως είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό; Η κοπέλα ανέκτησε τις δυνάμεις της και τον κοίταξε κατάματα.
- Δεν έχω καμία σχέση μαζί του! Για μένα δεν είναι τίποτα αυτός ο δεσμός αίματος. Κι αφού κοίταξες τις αναμνήσεις μου ξέρεις ότι θα κάνω τα πάντα για να τον καταστρέψω! Του φώναξε η Φρέγια.
- Ανόητο κορίτσι. Νομίζεις ότι θα μπορέσεις να τον νικήσεις; Ποτέ κανείς δεν θα το κάνει. Έχει απαρνηθεί την ίδια του την ψυχή! Της είπε και στο τέλος της πρότασής του, γέλασε αποδοκιμαστικά. Και τώρα που είχαμε μείνει; Ναι σωστά. Δείξε μου την δύναμή σου! Με μια κίνηση του χεριού του, η κοπέλα ένιωσε την ανάσα της να κόβεται και το στήθος της να πονάει σαν να της έμπηγαν μαχαίρια. Η κραυγή της ήχησε στα αυτιά του Λουκ που ένιωσε την καρδιά του να σπάει, στο θέαμα της αγαπημένης του Φρέγια.
- Σταμάτα! Άφησέ την! Φώναξε ο Λουκ. Η Φρέγια μονομιάς σταμάτησε να πονάει και το βλέμμα του άντρα, καρφώθηκε πάνω στον Λουκ.
- Ο γιος του αρχηγού των Κυνηγών! Σίγουρα θα σου ετοιμάσουν ωραία υποδοχή όταν γυρίσεις σπίτι μετά από τόσο καιρό! Γέλασε στριγκά. Δεν θες να την πονέσω σωστά; Για να δούμε λοιπόν πόσο διατεθειμένος είσαι, να πονέσεις εσύ στην θέση της! Για πες μου είσαι; Τον ρώτησε.
- Δεν με νοιάζει. Μόνο μην πονέσεις εκείνη. Του απάντησε.
- Όχι Λουκ! Άφησέ τους έξω από όλο αυτό. Είπε η Φρέγια.
- Μα τι συγκινητικό πόσο θέλετε να σώσετε ο ένας τον άλλον! Κρίμα όμως, γιατί κανένας δεν θα σωθεί. Φώναξε και αμέσως μια κραυγή πόνου, βγήκε από το στόμα του Λουκ. Ο αδίστακτος άντρας δεν σταμάτησε στις απεγνωσμένες φωνές της Φρέγια. Διασκέδαζε με το να τους προκαλεί πόνο. Αυτό το μαρτύριο το πέρασαν κι οι τρεις. Όταν κάποια στιγμή εκείνος έφυγε, τα παιδιά ήταν εξαντλημένα. Δεν υπήρχαν σημάδια πάνω τους, μόνο το βλέμμα τους πρόδιδε τον πόνο που είχαν νιώσει. Για λίγο κανείς τους δεν μιλούσε. Όμως η Φρέγια δεν άντεχε την σιωπή.
- Συγνώμη. Εγώ φταίω για όλα και μην το αρνηθείτε. Αν δεν σας είχα μπλέξει σε όλο αυτό δεν θα τα είχατε περάσει όλα αυτά. Τους είπε χωρίς να τους κοιτάζει στα μάτια. Το βλέμμα της ήταν στραμμένο στο έδαφος.
- Σταμάτα επιτέλους! Δεν φταις εσύ, μπορείς να το καταλάβεις; Όλοι θέλουμε να νικηθεί ο Λούθερ και οι Κυνηγοί, να σταματήσει αυτή η τραγωδία! Το υποσχέθηκα στην γιαγιά μου Φρέγια ότι θα είμαι στο πλευρό σου μέχρι το τέλος, ότι θα σε βοηθήσω να εκλπηρώσεις το πεπρωμένο σου με κάθε κόστος. Όμως ξέρεις κάτι; Πάνω από όλα το υποσχέθηκα στον εαυτό μου! Δεν θέλω να δω ξανά κανένα παιδί που να έχει χάσει την μητέρα του επειδή κάποιοι την καταδίκασαν σε θάνατο. Κι επιπλέον τι πρέπει να κάνω για να καταλάβεις ότι είσαι φίλη μου; Και δεν αφήνουμε τους φίλους μας. Της απάντησε η Γκρέις που δήλωνε ξεκάθαρα, τις προθέσεις της. Η Φρέγια την αγκάλιασε και δεν μίλησε.
- Και όσο για μένα, δεν νομίζω ότι χρειάζεται να έχεις αμφιβολίες για το αν θα ήθελα να είμαι μαζί σου, σε ότι κάνεις. Άκου Φρέγια, πρόσφατα έμαθα ότι η μητέρα μου ήταν μάγισσα και δολοφονήθηκε από τους Κυνηγούς, με διαταγή του ίδιου του πατέρα μου! Ζούσα τόσα χρόνια μέσα στο ψέμα, εκπαιδευόμουν για να γίνω σαν αυτούς όμως η επιλογή μου είναι ξεκάθαρη. Δεν θα σταματήσω μέχρι να δικαιωθεί η μνήμη της μητέρας μου και όσων μέχρι σήμερα υποφέρουν και πεθαίνουν άδικα. Και τέλος, πρέπει να ξέρεις ότι οι μοίρες μας είναι συνδεδεμένες πλέον. Εγώ το επιλέγω αυτό. Δεν θα σε αφήσω ποτέ, η καρδιά μου σου ανήκει και η ζωή μου είναι συνδεδεμένη με την δική σου. Σήκωσε τώρα το βλέμμα σου και μην ανησυχείς. Εξάλλου εμείς είμαστε οι καλοί, εμείς θα νικήσουμε. Έτσι δεν γίνεται στο τέλος των ιστοριών; Της είπε και γέλασε προσπαθώντας να ελαφρύνει το κλίμα. Η Φρέγια τον αγκάλιασε σφιχτά. Ήταν το μόνο που είχε ανάγκη εκείνη την στιγμή. Να αισθανθεί την ζεστασιά του, να νιώσει τον χτύπο της καρδιάς του, να χαθεί στην μυρωδιά του. Εκείνο το κακό προαίσθημα όμως δεν έλεγε να φύγει... Ακούστηκαν βήματα. Τα τρία παιδιά έστρεψαν τα βλέμματά τους προς την πόρτα. Εκεί, μπροστά τους στέκονταν οι Κυνηγοί. Η στιγμή που η Φρέγια φοβόταν όσο τίποτα, είχε φτάσει και δυστυχώς, θα το μάθαινε πολύ συντομα... Ο Λουκ διέκρινε ανάμεσά τους, μία γνωστή και πολύ οικεία φιγούρα. Ένιωσε έναν κόμπο στο στομάχι καθώς ο αδελφός του στεκόταν ανάμεσα στους Κυνηγούς.

Πέρα από τα όρια της πραγματικότηταςWhere stories live. Discover now