Όταν ξύπνησε η Φρέγια αναζήτησε με το βλέμμα της τον Λουκ. Τον είδε να ετοιμάζει διάφορα για να φάνε για πρωινό. Σηκώθηκε και τον πλησίασε αργά.
- Καλημέρα, του είπε χαμογελαστά.
- Καλημέρα. Ελπίζω να μην έκανα θόρυβο και σε ξύπνησα, της είπε και της ανταπέδωσε το χαμόγελο.
- Όχι δεν έκανες θόρυβο. Που τα βρήκες όλα αυτά; Είπε δείχνοντας το πρωινό που ετοίμαζε εκείνος.
- Έρχομαι συχνά εδώ όταν θέλω να ξεφύγω από άσχημα γεγονότα, πράγμα που συμβαίνει συχνά. Έχω αρκετά πράγματά μου εδώ και επίσης φαγητό. Είναι το δεύτερο σπίτι μου, βασικά μπορώ να πω ότι αυτό είναι το σπίτι μου και όχι το άλλο. Η Φρέγια έγνεψε καταφατικά και του χαμογέλασε αφού τον είδε να σκυθρωπιάζει καθώς αναφερόταν στο άλλο του σπίτι. Έκατσαν να απολαύσουν το πρωινό τους με τα τόσα νόστιμα πράγματα που είχε ετοιμάσει ο νεαρός.
- Είναι όλα πολύ νόστιμα! Είπε χαρούμενη η Φρέγια απολαμβάνοντας το πρωινό της.
- Χαίρομαι που σου αρέσουν! Πρέπει να φας να δυναμώσεις είσαι ακόμα εξαντλημένη και είναι λογικό μετά από όλα αυτά. Ο Λουκ κατέβασε το κεφάλι του κοιτώντας το πάτωμα, στην ανάμνηση των όσων πέρασε η Φρέγια.
- Θα είμαι μια χαρά, δεν κινδυνεύω πια και με όλα αυτά που ετοίμασες θα δυναμώσω σίγουρα. Του είπε η Φρέγια προσπαθώντας να τον κάνει να χαμογελάσει, κάτι που το κατάφερε.
- Ξέχασα τον χυμό πάω να τον φέρω. Είπε εκείνος αλλά το χέρι της Φρέγια τον σταμάτησε.
- Όχι κάθισε θα πάω εγώ να τον φέρω, εσύ έκανες τόσα. Εκείνος της χαμογέλασε και εκείνη σηκώθηκε για να φέρει τον χυμό.
- Είναι μέσα στο ντουλάπι. Της είπε. Η κοπέλα του χαμογέλασε άπλωσε το χέρι της, άνοιξε το ντουλάπι και έβγαλε τον χυμό. Μόλις όμως έκανε ένα βήμα προς το μέρος του Λουκ, είδε τα πάντα να σκοτεινιάζουν. Ζαλίστηκε παραπάτησε και ο χυμός έπεσε από τα χέρια της κάνοντας το γυαλί να σπάσει με κρότο στο πάτωμα. Ο Λουκ έτρεξε προς το μέρος της και την έπιασε, ακριβώς την στιγμή που θα έπεφτε κάτω.
- Φρέγια, Φρέγια μίλα μου. Είσαι καλά; Την κρατούσε στα χέρια του ανήσυχος και προσπαθούσε να την συνεφέρει. Η κοπέλα μισάνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε.
- Λουκ; Ψιθύρισε. Ο Λουκ την σήκωσε στην αγκαλιά του και την μετέφερε πίσω στο αυτοσχέδιο στρώμα που κοιμόταν.
- Φρέγια, είσαι καλά; Πώς αισθάνεσαι; Την ρώτησε με την ανησυχία να έχει χαραχτεί στο πρόσωπό του και να μην φεύγει από εκεί.
- Ναι. Δεν ξέρω τι έγινε ζαλίστηκα και όλα σκοτείνιασαν. Λυπάμαι για τον χυμό Λουκ, μου έπεσε από τα χέρια.
- Τι είναι αυτά που λες; Νομίζεις ότι με νοιάζει ο χυμός; Εσύ με νοιάζεις! Φώναξε σχεδόν ο Λουκ για να την κάνει να καταλάβει. Συγνώμη δεν ήθελα να σου φωνάξω, απολογήθηκε.
- Δεν πειράζει. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει Λουκ. Είπε η Φρέγια κοιτώντας τον στα μάτια.
- Εγώ όμως νομίζω ότι ξέρω. Είπε και δάγκωσε δυνατά τα χείλη του, γιατί δεν ήθελε να παραδεχτεί πως ο φόβος του ήταν σωστός.
- Τι εννοείς; Πώς ξέρεις τι μου συμβαίνει Λουκ; Ρώτησε η Φρέγια με απορία.
- Φρέγια, από την στιγμή που σε πήρα από εκεί, φοβόμουν κάτι συγκεκριμένο. Νόμιζα ότι τελικά δεν ήταν βάσιμος ο φόβος μου όμως, έκανα λάθος. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε. Όταν έσπασα τον κύκλο με το μαχαίρι των κυνηγών συνέβη κάτι. Λίγο πριν είχες ακουμπήσει καταλάθος το περίγραμμα του κύκλου, αυτό σημαίνει πως λίγη από αυτή την στάχτη μπήκε μέσα σου. Όταν σε έφερα εδώ περιποιήθηκα το τραύμα σου με την ελπίδα ότι το είχα προλάβει. Το έδεσα και νόμιζα ότι όλα ήταν καλά, ότι δεν διέτρεχες κίνδυνο. Έκανα λάθος όμως. Είναι μέσα σου Φρέγια και σε αποδυναμώνει. Με αυτά τα λόγια πλησίασε περισσότερο και άρχισε να ξετυλίγει το λευκό πανί, με το οποίο είχε δέσει το τραύμα της. Άσε με να το δω, της είπε. Μόλις το αντίκρυσε οι φόβοι του επιβεβαιώθηκαν. Σήκωσε πιο ψηλά το μανίκι από το φόρεμα της Φρέγια και είδε ότι είχε εξαπλωθεί. Μαύρες ραβδώσεις κοσμούσαν το χέρι της κοπέλας, μέχρι τον ώμο της.
- Όχι! Πρέπει να το βγάλουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε. Αναφώνησε ο Λουκ.
- Πώς θα το βγάλουμε; Ρώτησε η Φρέγια. Ο Λουκ έβγαλε το μαχαίρι των κυνηγών με το οποίο είχε σπάσει τον κύκλο και το κράτησε στα χέρια του δείχνοντάς της το.
- Ο μόνος τρόπος είναι με το μαχαίρι των κυνηγών. Είπε εκείνος.
- Και πώς θα το κάνουμε; Η Φρέγια τον παρατηρούσε περιμένοντας μία απάντηση.
- Το μαχαίρι θα απορροφήσει από μέσα σου το σκοτάδι. Θα πονέσει όμως Φρέγια, λυπάμαι. Είπε και κατέβασε το κεφάλι του.
- Δεν πειράζει μην ανησυχείς θα το αντέξω. Του είπε για να τον καθησυχάσει.
- Εντάξει, κράτησε το μανίκι σου ψηλά. Θα κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά και έπειτα έπιασε το μαχαίρι. Το τοποθέτησε ακριβώς πάνω στο τραύμα της Φρέγια με την μύτη του να μπαίνει ελαφρώς μέσα στο δέρμα της. Η κοπέλα έβγαλε ένα επιφώνημα πόνου όμως έπρεπε να συνεχίσουν. Η Φρέγια είχε προσηλώσει το βλέμμα της στα μάτια του Λουκ. Ξαφνικά το πρόσωπό του άρχισε να χλομιάζει και τα χείλη του να τρέμουν, το ίδιο και τα χέρια του.
- Λουκ, τι συμβαίνει; Τι έπαθες; Φώναξε όσο δυνατά μπορούσε. Εκείνος δεν της απάντησε μόνο όταν ακούμπησε το χέρι της στο δικό του που κρατούσε το μαχαίρι, την κοίταξε.
- Πρέπει να συνεχίσω. Της είπε αδύναμα. Τότε η Φρέγια κατάλαβε. Έπιασε το χέρι του Λουκ και τράβηξε το μαχαίρι από το τραύμα της.
- Λουκ, τι συμβαίνει; Πες μου! Ο Λουκ την κοίταξε και της απάντησε.
- Πρέπει να βγάλω αυτό το πράγμα από μέσα σου. Ήταν το μόνο που της είπε.
- Με ποιο κόστος Λουκ; Κόντεψες να λιποθυμήσεις πριν! Του φώναξε.
- Καλά θα είμαι εγώ, μην ανησυχείς. Πρέπει να συνεχίσω. Της είπε και πήγε να πιάσει το μαχαίρι όμως το χέρι της Φρέγια τον απέτρεψε.
- Καταλαβαίνεις τι λες; Δεν θα ρισκάρω την ζωή σου! Του φώναξε.
- Εσύ καταλαβαίνεις ότι αν δεν το βγάλω από μέσα σου, θα συνεχίσει να εξαπλώνεται και όταν φτάσει στην καρδιά σου θα πεθάνεις; Της φώναξε πίσω. Η Φρέγια σάστισε όμως στην συνέχεια του απάντησε με πιο ήρεμο τόνο αυτή τη φορά.
- Και αν συνεχίσεις μπορεί να πεθάνεις εσύ. Όχι Λουκ δεν θα ρισκάρω την ζωή σου.
- Φρέγια, μιλάμε για βέβαιο θάνατο αν δεν το βγάλω από μέσα σου όχι για ρίσκο! Κατάλαβέ το δεν μπορώ να σε αφήσω να πεθάνεις!
- Ούτε εγώ εσένα! Έκανες ήδη αρκετά για εμένα. Γιατί δεν μου είπες για τον κίνδυνο Λουκ; Του είπε
- Γιατί ήξερα την αντίδρασή σου. Αυτό το πράγμα που είναι μέσα σου δεν θέλει να βγει, προσπαθεί να φτάσει μέχρι την καρδιά σου για να σε σκοτώσει. Αμύνεται καθώς προσπαθώ να το βγάλω και ειδικά επειδή είμαι κυνηγός. Βασικά ήμουν. Δεν έχει ξανά γίνει ένας κυνηγός να προσπαθεί να σώσει μια μάγισσα. Της είπε.
- Τότε θα το βγάλω μόνη μου! Δεν θα ρισκάρεις εσύ την ζωή σου εντάξει; Του είπε εκείνη.
- Δεν μπορείς. Δεν γίνεται καν να αγγίξεις το μαχαίρι, μπορεί να σου κάνει κακό. Δεν γίνεται μία μάγισσα να αγγίζει όπλα κυνηγών. Φρέγια δεν θα σε αφήσω να πεθάνεις και εγώ θα είμαι καλά. Δεν θα με ξεφορτωθείς τόσο εύκολα, είπε και έβαλε μία τούφα από τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της. Καθώς άγγιξε το δέρμα της όμως παρατήρησε ότι ήταν ιδιαίτερα ζεστό.
- Μα εσύ καις! Έχεις πυρετό δεν το πιστεύω! Τα συμπτώματα έχουν ήδη αρχίσει και εμείς καθόμαστε και το συζητάμε! Ο Λουκ έδειχνε πολύ ανήσυχος.
- Λουκ, δεν θέλω να πάθεις κάτι. Του είπε η Φρέγια. Τα μάτια της είχαν θολώσει από τον πυρετό.
- Δεν θα πάθω. Σε παρακαλώ πρέπει να είσαι δυνατή. Είπε και πήρε το μαχαίρι στα χέρια του, το τοποθέτησε ξανά στο τραύμα και η Φρέγια έβγαλε άλλο ένα επιφώνημα πόνου. Ο Λουκ προσπαθούσε να κρατηθεί δυνατός, παρόλο που έτρεμε και πάλι. Το χρώμα έφευγε ξανά από το πρόσωπό του. Η Φρέγια πλέον, σχεδόν είχε χάσει τις αισθήσεις της.
Φρέγια, κρατήσου σε παρακαλώ. Συγκεντρώσου στα μάτια μου. Της ψιθύρισε εκείνος αδύναμα καθώς προσπαθούσε, με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει να συνεχίσει το έργο του. Η κοπέλα έκανε όπως της είπε. Τον κοιτούσε στα μάτια και προσπαθούσε να κρατήσει τα δικά της ανοιχτά. Ο Λουκ τα είχε καταφέρει. Όλο αυτό το σκοτάδι είχε βγει από μέσα της. Δεν είχαν προβλέψει όμως ότι είχε επιβιώσει...
ESTÁS LEYENDO
Πέρα από τα όρια της πραγματικότητας
Fantasía🥇1η θέση στον Χριστουγεννιάτικο διαγωνισμό του 2020!🥇 Η Φρέγια είναι μια νεαρή κοπέλα που ζει στα μέσα του 18ου αιώνα και αντιμετωπίζει κατηγορίες που έχουν δημιουργηθεί μέσα από θρύλους και μύθους που την χρίζουν μαγισσα.. Ο όρος "μάγισσα" εκείνη...