Η Φρέγια βρισκόταν ξαπλωμένη μπρούμυτα, με την πληγωμένη πλάτη της προς τα πάνω, σε ένα απαλό κρεβάτι. Δίπλα της στο σπίτι της Γκριχίλντα, ήταν η μητέρα της που κρατούσε με δυσκολία τα δάκρυα στα μάτια της. Έβλεπε τις πληγές στο σώμα της κόρης της και ένιωθε, σαν να της ξεσκίζουν την καρδιά. Σκεφτόταν ότι όλα αυτά έπρεπε να σταματήσουν, να μην διακινδυνέψει άλλο η Φρέγια, όμως υπήρχε και η προφητεία. Η Λορέιν ήταν πάντα δυνατή γυναίκα, όμως τώρα ένιωθε πως είχε λυγίσει στη θέα αυτής της εικόνας. Μόλις άνοιξε η πόρτα και αντίκρυσε την κόρη της πληγωμένη στην αγκαλιά του Λουκ, είχε τρέξει αμέσως προς το μέρος της. Πάντα την πρόσεχε και την φρόντιζε και οι μόνες πληγές που είχε στο σώμα της, ήταν αυτές από το πολύωρο παιχνίδι στο δάσος. Μόνο κάποια γδαρσίματα υπήρχαν στα χέρια και στα πόδια της, από τα κλαδιά των δέντρων που σκαρφάλωνε και από κάποια πτώση της λόγω της ταχύτητάς της. Τώρα, η κόρη της ήταν βαθιά πληγωμένη και μόλις της διηγήθηκαν όλα όσα συνέβησαν, η Λορέιν ήταν έξαλλη και ταυτόχρονα συντετριμμένη. Η Αλίσια στεκόταν αμίλητη, ώσπου κάποια στιγμή πλησίασε την Λορέιν.
- Μπορώ να σας μιλήσω για λίγο; Ρώτησε. Η Λορέιν της έγνεψε καταφατικά και την ακολούθησε έξω από το δωμάτιο. Συγνώμη, ψιθύρισε. Η Λορέιν την κοίταξε στα μάτια. Τα γαλανά μάτια της Αλίσια, είχαν πλημμυρίσει με δάκρυα.
- Δεν φταις εσύ, ήσουν επηρεασμένη και κατευθυνόμενη από την μαγεία του Λούθερ. Στα τελευταία της λόγια, η Λορέιν ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται, καθώς συνειδητοποιούσε ότι η κόρη της παρά λίγο να πεθάνει εξαιτίας του μοναδικού άντρα που είχε αγαπήσει τόσο βαθιά. Είχε αγαπήσει με τον καιρό τον θετό πατέρα της Φρέγια όμως, τίποτα δεν ξεπερνούσε τα αισθήματά της για τον Λούθερ.
- Και πάλι έπρεπε να βρω έναν τρόπο να το σταματήσω. Η κόρη σας, θα μπορούσε να ήταν νεκρή αυτή την στιγμή, εξαιτίας μου! Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της Αλίσια. Η Λορέιν, την τράβηξε σε μια παρηγορητική αγκαλιά δείχνοντας της έτσι, ότι την συγχωρεί και την καταλαβαίνει.
- Δεν μπορούσες να αντισταθείς σε μια τόσο ισχυρή μαγεία κορίτσι μου. Πίστεψέ με, ξέρω καλά τον Λούθερ. Είπε και ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό της. Θέλοντας να αλλάξει το θέμα της συζήτησης, έφυγε προς την κουζίνα για να φτιάξει κάποια αναλγητική αλοιφή από βότανα, θεραπευτική για τις πληγές της Φρέγια. Ο Λουκ, βρισκόταν δίπλα στην Φρέγια και της χάιδευε τα μαλλιά. Ήταν οι δυο τους πλέον στο δωμάτιο. Η κοπέλα, ακόμα δεν είχε ανοίξει τα μάτια της. Ήταν πολύ ταλαιπωρημένη και κουρασμένη, έτσι περίμενε να ξυπνήσει. Φοβόταν πολύ για εκείνη. Ένιωθε σαν αυτές οι πληγές, να υπήρχαν και στο δικό του σώμα. <<Δεν της αξίζει αυτό. Όσο σκέφτομαι τι θα μπορούσε να είχε συμβεί, τρελαίνομαι. Νιώθω την καρδιά μου να πονάει και μόνο που βλέπω αυτά τα σημάδια, στο υπέροχο απαλό της δέρμα. Κάτι νιώθω για αυτήν την κοπέλα. Είμαι σίγουρος πλέον. Πονάω όταν την βλέπω σε αυτήν την κατάσταση. Τόσο εύθραυστη. Πρέπει να την προστατέψω, όμως πώς θα το κάνω; Δεν έχω καμία δύναμη απέναντί τους. Δεν μπορώ να τους αφήσω να την ξανά πληγώσουν. Πρέπει να βρω έναν τρόπο να την προστατέψω, πρέπει να βρω την δύναμη. Τόσο όμορφη, τόσο αγνή, τόσο υπέροχη, τόσο καλή και γλυκιά. Όχι δεν θα τους αφήσω. Πρέπει να βρω την δύναμη να την προστατέψω...>> Όλες αυτές οι σκέψεις, περνούσαν από το μυαλό του καθώς την κοιτούσε. Τις σκέψεις του διέκοψε η φωνή της.
- Λουκ, είπε ανοίγοντας τα μάτια της.
- Ξύπνησες! Πώς αισθάνεσαι; Πονάς; Την ρώτησε ανήσυχος.
- Είμαι εντάξει. Χαίρομαι που είσαι εδώ Λουκ, του είπε.
- Δεν θα μπορούσα να είμαι πουθενά αλλού, σου το είπα αυτό. Κι εγώ χαίρομαι που είμαι εδώ, συμπλήρωσε και της χάιδεψε τα μαλλιά. Στο δωμάτιο μπήκε η Λορέιν, κρατώντας ένα μπολ στα χέρια της.
- Κοριτσάκι μου ξύπνησες! Αναφώνησε. Πώς είσαι; Την ρώτησε πηγαίνοντας γρήγορα κοντά της.
- Είμαι καλά μαμά, μην ανησυχείς. Την καθησύχασε η Φρέγια. Η Λορέιν την κοίταξε και της χάιδεψε στοργικά το χέρι.
- Σου έφερα μια αλοιφή φτιαγμένη από βότανα, που θα βοηθήσει στην επούλωση των πληγών και θα σταματήσει τον πόνο. Της είπε, δείχνοντας το μπολ που κρατούσε στα χέρια της.
- Ευχαριστώ μαμά. Της είπε και χαμογέλασε. Ο Λουκ παρατηρούσε τις δύο γυναίκες, όταν η Λορέιν στράφηκε προς το μέρος του.
- Λουκ μπορείς να με βοηθήσεις; Πρέπει να ξεκουμπώσουμε το φόρεμα με προσοχή για να μην την πονέσουμε. Ο Λουκ έγνεψε καταφατικά, νιώθοντας αμήχανα. Βοήθησε την Λορέιν να ξεκουμπώσει το φόρεμα και να το χαμηλώσει μέχρι την μέση της Φρέγια. Αμέσως ένιωσε σαν να του σκίζουν την καρδιά, βλέποντας τις πληγές στο σώμα της. Η Λορέιν προσπαθούσε να είναι ψύχραιμη. Ο Λουκ ενστικτοδώς, έπιασε το χέρι της Φρέγια χαϊδεύοντάς το, κοιτάζοντάς την στα μάτια, καθώς η Λορέιν άπλωνε την αλοιφή στην πλάτη της. Μόλις τελείωσε, η Λορέιν βγήκε από το δωμάτιο.
- Συγνώμη, είπε ξαφνικά ο Λουκ. Η Φρέγια τον κοίταξε παραξενεμένη.
- Γιατί μου ζητάς συγνώμη Λουκ; Τον ρώτησε.
- Γιατί δεν μπόρεσα να σε προστατέψω. Γιατί είμαι ανίκανος να προστατέψω αυτό που είναι σημαντικό για μένα, γιατί δεν έχω την δύναμη. Μακάρι να είχα βρεθεί εγώ στην θέση σου, να είχα εγώ αυτές τις πληγές στο σώμα μου κι όχι εσύ. Δεν αντέχω και μόνο στην ιδέα να πάθεις κακό, το καταλαβαίνεις; Νιώθω ότι θέλω να τους πονέσω! Να τους σκοτώσω για αυτό που σου έκαναν! Πρωτη φορά νιώθω την επιθυμία να σκοτώσω τόσο πολύ κάποιον! Της είπε.
- Λουκ δεν είσαι ανίκανος και δεν φταις εσύ, μην το ξανά πεις αυτό! Αν δεν ήσουν εσύ θα ήμουν νεκρή τώρα! Εσύ με έσωσες δύο φορές! Εσύ ήσουν αυτός που με ελευθέρωσε από τους κυνηγούς και απαρνήθηκες μέχρι και την οικογένειά σου για μένα! Για να με σώσεις! Εσύ έβγαλες από μέσα μου το σκοτάδι, που αν έφτανε στην καρδιά μου θα με σκότωνε! Εσύ τα έκανες όλα αυτά! Και όχι Λουκ! Εσύ δεν είσαι έτσι! Δεν πρέπει να σκοτώσεις κανέναν! Αυτό που πρέπει να κάνουμε, είναι να εκπληρώσουμε την προφητεία έτσι ώστε, κανένας άλλος να μην υποφέρει! Λουκ δεν έχεις το σκοτάδι μέσα σου το ξέρω! Δεν πρέπει να ζητάς εκδίκηση, μόνο δικαίωση! Και αυτό θα το καταφέρουμε, μόνο αν σταματήσει όλη αυτή η κτηνωδία με το να πεθαίνουν και να βασανίζονται αθώοι άνθρωποι! Του φώναξε, ενώ είχε πεταχτεί απότομα από το κρεβάτι αγνοώντας τον πόνο και κρατούσε το πρόσωπό του μέσα στα χέρια της, κοιτώντας τον στα μάτια.
- Φρέγια, μην κάνεις απότομες κινήσεις, κάτσε κάτω σε παρακαλώ. Θα πονάς περισσότερο. Της είπε και αφού την βοήθησε να ξαπλώσει ξανά πίσω στο κρεβάτι, αυτή την φορά πλάγια και στηριζόμενη στο μαξιλάρι, συμπλήρωσε. Μακάρι να μπορούσα να σε είχα προστατέψει και τώρα, μακάρι να ήμουν εγώ στην θέση σου. Η Φρέγια του έπιασε το χέρι και τον έφερε αρκετά κοντά της, σε σημείο που να έχουν διασταυρωθεί τα βλέμματά τους και να νιώθει την ανάσα του.
- Δεν καταλαβαίνεις ότι αυτό θα με πονούσε πολύ περισσότερο; Όπως πονάς εσύ που είμαι σε αυτή την κατάσταση, έτσι θα πονούσα κι εγώ για σένα. Δεν θέλω να πάθεις κάτι Λουκ, όπως δεν θες να πάθω κι εγώ κάτι. Ξέρεις κάτι όμως; Μπορείς να κάνεις κάτι για να μην πονάω. Μόνο εσύ έχεις αυτές τις θεραπευτικές ικανότητες, του είπε και τον τράβηξε προς το κρεβάτι. Χρειάζομαι εσένα για να γίνω καλά, μόνο την αγκαλιά σου, μόνο να ακούω τον χτύπο της καρδιάς σου. Του είπε.
- Φρέγια, φοβάμαι μην σε πονέσω. Έχεις πληγές στο σώμα σου. Της είπε. Εκείνη πέρασε το χέρι της μέσα από τα μαλλιά του και του τα χάιδεψε.
- Δεν με πονάς. Η αγκαλιά σου δεν μπορεί να με πονέσει. Μόνο αν δεν την έχω, θα πονέσω. Αν φύγεις, του είπε. Εκείνος ξάπλωσε δίπλα της και την έβαλε προσεκτικά, μέσα στην αγκαλιά του.
- Δεν θα φύγω, δεν μπορώ και δεν θέλω. Το μόνο που θέλω είναι να είμαι κοντά σου. Της απάντησε και άφησε ένα γλυκό φιλί, στα μαλλιά της.
- Το υπόσχεσαι; Του είπε σηκώνοντας το κεφάλι της από το στήθος του, κοιτώντας τον στα μάτια.
- Το υπόσχομαι, της ψιθύρισε γλυκά.
- Τότε δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Θα είμαι ευτυχισμένη. Του είπε και αφέθηκε στους χτύπους της καρδιάς του, μέχρι που τους πήρε και τους δύο ο ύπνος, αγκαλιασμένους.
YOU ARE READING
Πέρα από τα όρια της πραγματικότητας
Fantasy🥇1η θέση στον Χριστουγεννιάτικο διαγωνισμό του 2020!🥇 Η Φρέγια είναι μια νεαρή κοπέλα που ζει στα μέσα του 18ου αιώνα και αντιμετωπίζει κατηγορίες που έχουν δημιουργηθεί μέσα από θρύλους και μύθους που την χρίζουν μαγισσα.. Ο όρος "μάγισσα" εκείνη...