Κάτω από την ονομασία των πλασμάτων, υπήρχαν και κάποιες εικόνες. Η Φρέγια προσπαθούσε με δυσκολία να διακρίνει, τι ήταν αυτό που εικονιζόταν στο βιβλίο, που κρατούσε στα χέρια της. Το μόνο που φαινόταν ήταν κάποιες σκοτεινές φιγούρες. Τίποτα περισσότερο. Η κοπέλα σήκωσε τα μάτια της από το βιβλίο και κοίταξε την Γκριχίλντα.
- Αυτά είναι τα πλάσματα που θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε; Αυτά τα πλάσματα μπορούν να κλέψουν τις φωνές μας; Την ρώτησε. Η Γκριχίλντα έγνεψε καταφατικά, αφήνοντας την Φρέγια να βυθίζεται στις σκέψεις της. Η φωνή του Λουκ ήταν εκείνη που την έβγαλε από τις σκέψεις της.
- Είπατε ότι αυτό που χρειαζόμαστε από εκείνο το μέρος είναι μόνο μερικοί στίχοι. Πώς θα καταφέρουμε να τους πάρουμε αν δεν μπορούμε να τους ζητήσουμε, αν δεν μπορούμε να μιλήσουμε; Εξέφρασε τις απορίες του, περιμένοντας την απάντηση της ηλικιωμένης γυναίκας που δεν άργησε να έρθει.
- Χρειάζεστε τους στίχους, αλλά δεν σημαίνει ότι πρέπει να τους ζητήσετε. Αυτό που στην πραγματικότητα πρέπει να κάνετε είναι να τους κλέψετε. Μέσα στην συνείδηση αυτών των πλασμάτων των Σκοτεινών Διηγητών υπάρχουν κάποιοι καλά κρυμμένοι στίχοι που θα σας οδηγήσουν όπως είπα και πριν, ένα βήμα πιο κοντά στην εκπλήρωση της προφητείας. Η Γκριχίλντα στράφηκε προς την Φρέγια. Έχεις ακόμα τον κρύσταλλό σου έτσι; Την ρώτησε. Η Φρέγια αντανακλαστικά, οδήγησε το χέρι της στο εσωτερικό του φορέματός της, και άφησε να κρέμεται απ'έξω πλέον το μενταγιόν της.
- Σε τι θα χρησιμεύσει αυτό; Ρώτησε δείχνοντάς το.
- Με αυτό θα καταφέρεις να μπεις στην συνείδηση των πλασμάτων. Εξήγησε η Γκριχίλντα και έπειτα συμπλήρωσε κοιτώντας την στα μάτια. Ξέρεις από ποιον να ζητήσεις βοήθεια. Η Φρέγια αμέσως σκέφτηκε την κάτοχο της γυναικείας φωνής που την καθοδηγούσε μυστικά μέσα στο κεφάλι της. Στο τέλος απάντησε
- Ναι. Πώς ξέρεις για αυτήν; Ρώτησε μπερδεμένη η Φρέγια. Τον λόγο όμως πήρε η Λορέιν.
- Αυτά θα τα συζητήσουμε όταν γυρίσετε. Έχουμε πολλά να πούμε και Λουκ δεν έχω ξεχάσει την υπόσχεση που σου έδωσα. Θα μιλήσουμε και θα σου πω, ότι ξέρω για την μητέρα σου. Είπε κοιτώντας τον στα μάτια. Εκείνος έγνεψε καθώς ήταν πολύ μπερδεμένος και αναρωτιόταν τι μπορεί να ήξερε η Λορέιν, για την μητέρα του. Είχε αποφασίσει όμως να περιμένει μέχρι να του μιλήσει εκείνη, λύνοντάς του όλες τις απορίες. Η συζήτηση διακόπηκε και τα παιδιά ετοιμάζονταν για να φύγουν. Η Λορέιν τους είχε ετοιμάσει πολλά νόστιμα πράγματα για τον δρόμο και η Γκριχίλντα είχε επιμείνει να φορέσουν τις κάπες τους, στην περίπτωση που κάποιος τους έβλεπε. Η Αλίσια έπρεπε να επιστρέψει στο παλάτι για να αποφύγει την σύγχυση που θα προκαλούσε η απουσία της, όμως υποσχέθηκε να βοηθήσει την Φρέγια και τους υπόλοιπους σε οτιδήποτε χρειαζόντουσαν. Η Φρέγια, ο Λουκ, η Γκρέις και η Αλίσια ήταν έτοιμοι να φύγουν. Η Σκιά γουργουρίζοντας χάιδευε το πόδι της Φρέγια, ήταν ένας τρόπος να την αποχαιρετήσει και να της δείξει την αγάπη της. Η Φρέγια ανταπέδωσε το χάδι, του μικρού χνουδωτού πλάσματος και έπειτα χαιρέτησε την μητέρα της και την Γκριχίλντα. Τις κινήσεις της διαδέχτηκαν και οι υπόλοιποι. Το ταξίδι όπως διαπίστωσαν ήταν σύντομο αλλά δύσβατο. Έπρεπε να περάσουν μέσα από ένα φυλλώδες δάσος, που τον δρόμο τους έκλειναν μεγάλα μυτερά αγκάθια που είχαν ξεπηδήσει μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων και των θάμνων. Στην διαδρομή δεν μιλούσαν. Όλοι ήταν χαμένοι στους δικούς τους συλλογισμούς. Στο βάθος διακρινόταν μια δυνατή λάμψη. Έμειναν να κοιτούν προς εκείνη την κατεύθυνση, καθώς και οι τρεις ήταν σίγουροι, πως αυτός ήταν ο προορισμός τους. Συνέχισαν να προχωρούν ως που έφτασαν σε εκείνο το σημείο. Η λάμψη όσο πλησίαζαν μεγάλωνε. Ο Λουκ έπιασε την Φρέγια από το χέρι κρατώντας την πίσω.
- Να θυμάσαι ότι κι αν γίνει δεν πρέπει να μιλήσεις. Το ίδιο κι εσύ Γκρέις. Συμπλήρωσε στρεφόμενος προς την Γκρέις. Οι δύο κοπέλες έγνεψαν καταφατικά. Η λάμψη τώρα ήταν πολύ δυνατή. Το τοπίο έμοιαζε πολύ παράξενο, καθώς ενώ πριν λίγο ο ήλιος βρισκόταν ψηλά στον ουρανό, τώρα δεν υπήρχε ίχνος του. Ακόμα και ο ίδιος ο ουρανός είχε εξαφανιστεί και την θέση του είχε πάρει ένα μαύρο πέπλο. Το θέαμα θύμιζε κάποιο παλιό πορτρέτο που ο καλλιτέχνης είχε επιλέξει να μην δώσει χρώμα, θέλοντας έτσι να σε κάνει να αναρωτιέσαι, τι κρύβεται πίσω από το μαύρο πέπλο. Η τόσο έντονη ασημένια λάμψη προερχόταν από οτιδήποτε υπήρχε μέσα στο εσωτερικό αυτού του πέπλου. Τα δέντρα, τα λουλούδια, οι θάμνοι όλα ήταν βαμμένα με ασημένιο χρώμα. Ψηλά εκεί που θα βρισκόταν ο ουρανός υπήρχαν διάσπαρτα αστέρια, θυμίζοντας έτσι πολύ τον νυχτερινό ουρανό, όμως η αντίθεσή του με αυτό το σκοτεινό πέπλο ήταν η λάμψη που υπήρχε. Τα αστέρια έμοιαζαν ζωντανά κινούνταν και άλλαζαν θέση μεταξύ τους, σαν να έπαιζαν κάποιο παιχνίδι, που έπρεπε να μπερδέψουν τον θεατή τους. Η Φρέγια αναρωτήθηκε πώς είναι δυνατόν να είναι υπαρκτό αυτό το μέρος. Πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο να μην γίνεται αντιληπτό από τους απλούς ανθρώπους έξω από τα πλαίσια της μαγείας. Θυμήθηκε για άλλη μια φορά, την μέρα που έμαθε ότι ήταν μάγισσα. Μέσα της ένιωθε ευγνώμων, ένιωθε ευλογημένη που ήταν μέρος όλου αυτού. Που αντίκρυζε με τα μάτια της τόση ομορφιά, που κανένας κοινός θνητός δεν θα αντίκρυζε ποτέ ούτε καν στα όνειρά του. Η φαντασία τους δεν θα έφτανε μέχρι εδώ. Κοιτούσαν και οι τρεις μαγεμένοι αλλά δεν έβγαζαν άχνα, καθώς δεν είχαν ξεχάσει λεπτό τα λόγια της Γκριχίλντα. Από το βάθος ξεπρόβαλλαν κάποιες φιγούρες. Ήταν περιτριγυρισμένες από την ίδια ασημένια λάμψη, που κάλυπτε τα πάντα. Έμοιαζαν άυλες, αέναες, εξωπραγματικές. Η Φρέγια ένιωσε μια δυνατή ανάγκη να πάει κοντά τους, να καταλάβει αν είναι όντως υπαρκτές. Αφέθηκε χωρίς να το καταλάβει και άρχισε να τις πλησιάζει. Ο Λουκ και η Γκρέις παρακολουθούσαν αμίλητοι. Η Φρέγια είχε πλησιάσει σε απόσταση μόλις λίγα βήματα μακριά, έμοιαζε σαν υπνωτισμένη σαν να μην ελέγχει το σώμα της. Το βλέμμα του Λουκ δεν έφευγε από πάνω της, παρόλο που ένιωθε κι εκείνος να υπνωτίζεται. Η μία φιγούρα άπλωσε το χέρι της προς την Φρέγια. Ο Λουκ έστρεψε την προσοχή του στο απλωμένο χέρι που έτεινε προς την Φρέγια και τότε διέκρινε κάτι που πριν δεν είχε προσέξει. Κάτω από αυτή την λαμπερή επιφάνεια, ξεπηδούσαν μυτερά μαύρα αγκάθια. Όταν η Φρέγια πήγε να αγγίξει το απλωμένο χέρι, ο Λουκ σαν να ξυπνούσε από λήθαργο έτρεξε και την απομάκρυνε από εκεί καλύπτοντας με το χέρι του το στόμα της, πριν εκείνη προλάβει να βγάλει κάποιο επιφώνημα που θα της στοίχιζε. Αμέσως με αυτή του την κίνηση οι φιγούρες άφησαν κάποια γρυλίσματα και πήραν την πραγματική τους μορφή. Μαύρο δέρμα με μυτερά αγκάθια να ξεπροβάλλουν από παντού. Κόκκινα μάτια που ακτινοβολούσαν και μια σειρά από κοφτερά δόντια που κοσμούσαν το μέχρι πριν λίγα δευτερόλεπτα αέναο και πανέμορφο πρόσωπό τους. Η Φρέγια έχοντας συνέλθει πια, κοιτούσε σοκαρισμένη. Ενώ εκείνοι περίμεναν την επίθεσή τους και να νιώσουν κοφτερά δόντια και μυτερά αγκάθια να τρυπούν το δέρμα τους, είδαν τα πλάσματα να κάνουν μερικά βήματα πίσω. Μια λυπητερή μελωδία ξεχύθηκε στην ατμόσφαιρα. Η Φρέγια ένιωσε το σώμα της να ανατριχιάζει και τα πόδια της να λυγίζουν. Από τα μάτια της άρχισαν να κυλούν δάκρυα. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει αυτό το συναίσθημα. Το μόνο που ένιωθε ήταν πως όλα ήταν μάταια, πως όλα ήταν σκοτεινά, πως δεν υπήρχε τίποτα όμορφο πια, πως δεν ήθελε να ζει. Ένιωθε πόνο, θλίψη, ήταν συντετριμμένη. Και όλα αυτά ξαφνικά χωρίς να έχει συμβεί κάτι. Κοίταξε με δυσκολία γύρω της προτού πέσει στο έδαφος. Ο Λουκ και η Γκρέις ήταν κι εκείνοι στην ίδια κατάσταση. Η μελωδία έφταιγε. Αυτή τους προκαλούσε αυτό τον πόνο. Η Γκριχίλντα τους είχε προειδοποιήσει, ότι η δύναμή τους ήταν το τραγούδι οι μελωδίες. Δεν φαντάζονταν όμως κάτι τέτοιο. Διάφορες εικόνες εμφανίζονταν μπροστά της. Οι χειρότεροι εφιάλτες της έπαιρναν σάρκα και οστά. Ουρλιαχτά ακούγονταν στα αυτιά της, μαζί με αυτή την αποπνικτική μελωδία,που την δυσκόλευε ακόμα και στο να αναπνεύσει. Υπήρχε παντού χιόνι. Κόκκινες πινελιές βρίσκονταν πάνω του. Το μόνο που έβλεπε ήταν πτώματα. Θολά πρόσωπα, διάσπαρτα σκορπισμένα.
<< Όχι δεν είναι αλήθεια, είναι μια παραίσθηση μια οφθαλμαπάτη>> προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της και τα κατάφερνε, ώσπου είδε μία φιγούρα ανάμεσά τους. Υπήρχε ένα πρόσωπο που δεν ήταν θολό. Το αίμα της πάγωσε και έτρεξε προς το μέρος του. Ήταν εκείνος, αναίσθητος, άκαμπτος, νεκρός. Ο Λουκ κοίτονταν ανάμεσα στα άλλα πτώματα.
<<Λουκ! Όχι! Άνοιξε τα μάτια σου σε παρακαλώ!>> Φώναζε, καθώς τα μάτια της ήταν πλημμυρισμένα με δάκρυα. Κρατούσε το παγωμένο σώμα του στην αγκαλιά της, το πρόσωπό του ήταν χλωμό, είχε σχεδόν κρυσταλώσει πεσμένος εκεί στο χιόνι. Η Φρέγια τον κρατούσε και σπάραζε καθώς η μουσική ακουγόταν όλο και πιο δυνατά. Το μυαλό της είχε θολώσει και πλέον, δεν μπορούσε να διακρίνει τι ήταν υπαρκτό και τι όχι. Άρχισε να παραδίδεται. Ήθελε να χαθεί κι εκείνη, ήθελε να αφήσει την τελευταία της πνοή, όπως είχε εγκαταλείψει η ζωή και η ζέστη το σώμα του Λουκ.
<< Σε παρακαλώ, πάρε και την δική μου ζωή>> ψιθύρισε καθώς είχε ξαπλώσει δίπλα στο άψυχο σώμα του Λουκ. Μια λάμψη την έκανε να μισανοίξει τα μάτια της, βλέποντας ότι προερχόταν από το μενταγιόν της.Φρέγια πρέπει να συνέλθεις! Άκουσέ με ο Λουκ είναι ζωντανός! Όλο αυτό είναι μια παραίσθηση μια οφθαλμαπάτη. Πρέπει να σηκωθείς Φρέγια, πρέπει να συνειδητοποιήσεις όσο αληθινό κι αν φαίνεται ,ότι είναι οφθαλμαπάτη! Δεν κρατάς στα αλήθεια το σώμα του στην αγκαλιά σου Φρέγια, είναι ζωντανός! Όμως πρέπει να συνέλθεις Φρέγια δεν έχετε πολύ χρόνο. Αν μείνετε εδώ τότε θα πεθάνετε στα αλήθεια! Σε παρακαλώ Φρέγια ο Λουκ θα πεθάνει στα αλήθεια, όπως και όλοι σας αν μείνετε εδώ... Ξύπνα Φρέγια!
Η Φρέγια άκουγε μέσα στο κεφάλι της την ίδια γνώριμη γυναικεία φωνή, η οποία έστω και για λίγο κάλυπτε την αποπνικτική εκείνη μελωδία.
<<Είναι ζωντανός...>> ψιθύρισε και άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. Το σώμα του Λουκ άρχισε να εξαφανίζεται αφήνοντας στην θέση του μόνο σκόνη. Κοίταξε γύρω της. Το ίδιο συνέβη και με όλα τα υπόλοιπα πτώματα. Μόνο σκόνη είχε μείνει. Άρχισαν όλα να εξαφανίζονται. Η Φρέγια, ο Λουκ και η Γκρέις βρίσκονταν πεσμένοι κάτω. Η Φρέγια, άνοιξε τα μάτια της και όταν αντίκρυσε το πρόσωπό του, ένα γλυκό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της. Πήγε σε εκείνον και στην Γκρέις. Από τα μάτια και των δύο έτρεχαν δάκρυα. Βασανίζονταν κι εκείνοι από τους δικούς τους εφιάλτες. Ο Λουκ ψιθύρισε το όνομά της <<Φρέγια...>>. Η Φρέγια του χάιδεψε απαλά το μάγουλο, όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τους βοηθήσει. Μόνο να καταφέρει να πάρει αυτό για το οποίο ήρθαν.Τους στίχους Φρέγια. Τους στίχους.
Άκουσε μέσα στο κεφάλι της. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι της. Τα αστέρια είχαν σχηματίσει λέξεις.
<<Αυτό είναι!>> σκέφτηκε. Προσπάθησε να διαβάσει τις λέξεις, να τις βάλει στην σωστή σειρά και να σχηματίσει τους σωστούς στίχους. Στο τέλος τα κατάφερε. Τους πρόφερε δυνατά και καθαρά.Εκεί που βρίσκεται η πηγή της μαγείας θα πρέπει να βρεθείς
Μέσα στο αίμα σου να νιώσεις όσα έχεις και μπορείς να δώσεις
Αν τα καταφέρεις το πεπρωμένο σου θα συναντήσεις
Αν όμως αποτύχεις μοίρα σκληρή θα επωμιστείςΜε αυτά τα λόγια τα αστέρια σχηματισμένα σε λέξεις την περικύκλωσαν. Μια ακόμα δυνατή λάμψη και αυτό το μέρος εξαφανίστηκε. Ο Λουκ και η Γκρέις ξύπνησαν ζαλισμένοι στο δάσος, ενώ η Φρέγια τους παρατηρούσε.
- Λουκ, Γκρέις. Χαίρομαι πολύ που είστε καλά παιδιά! Η Γκρέις της χαμογέλασε και ο Λουκ έμεινε να την κοιτάζει.
Στην θύμισή της, ήρθε η εικόνα του άψυχου σώματος του Λουκ. Δεν πρόλαβε να μιλήσει ή να αντιδράσει όταν τα δυνατά χέρια του Λουκ, τυλίχτηκαν με δύναμη γύρω από το σώμα της.
- Νόμιζα ότι σε είχα χάσει. Της είπε καθώς την έσφιγγε. Η Φρέγια θυμήθηκε που ψιθύριζε αναίσθητος, το όνομά της.
- Είμαι εδώ Λουκ. Είμαι εντάξει. Του είπε. Δεν του μίλησε για εκείνη την εικόνα. Πάντα θα την στοίχειωνε, όμως προτίμησε να μην του το πει. Της αρκούσε που ήταν ζωντανός. Όμως φοβόταν. Ήξερε πως μαζί της κινδύνευε. Έτρεμε για την μέρα που θα έβγαινε αληθινός ο εφιάλτης της... Όμως ούτε αυτό του το είπε. Μόνο τον αγκάλιασε και έμεινε σιωπηλή.
YOU ARE READING
Πέρα από τα όρια της πραγματικότητας
Fantasy🥇1η θέση στον Χριστουγεννιάτικο διαγωνισμό του 2020!🥇 Η Φρέγια είναι μια νεαρή κοπέλα που ζει στα μέσα του 18ου αιώνα και αντιμετωπίζει κατηγορίες που έχουν δημιουργηθεί μέσα από θρύλους και μύθους που την χρίζουν μαγισσα.. Ο όρος "μάγισσα" εκείνη...