Η τελευταία ελπίδα

19 4 11
                                    

Στάθηκαν και οι τρεις, έξω από το παλιό σπίτι. Φαινόταν να έχει επιβιώσει στον χρόνο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ήταν αρκετά παλιό. Μία ξύλινη πόρτα με τα απομεινάρια της κόκκινης μπογιάς πάνω της, οδηγούσε στο εσωτερικό του σπιτιού. Ο Λουκ την έσπρωξε, χωρίς να αφήσει ούτε δευτερόλεπτο το χέρι της Αλίσια. Μόλις μπήκαν μέσα, η μυρωδιά της μούχλας έφτασε στην μύτη τους, κάτι που έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική.
- Δεν χωριζόμαστε και δεν χάνουμε χρόνο. Πάμε κατευθείαν να βρούμε εκείνη την καταπακτή. Είπε βιαστικά ο Λουκ, κι όλοι συμφώνησαν. Έφτασαν στο μέρος που είχε υποδείξει η Φρέγια στην Αλίσια και άρχισαν να ψιλαφίζουν το πάτωμα, ώσπου την βρήκαν. Ο Λουκ την τράβηξε προς τα πάνω και ένα κύμα σκόνης απλώθηκε γύρω.
- Τώρα θα αφήσεις το χέρι μου; Δεν μπορώ να πάω και κάπου. Είπε η Αλίσια, απευθυνόμενη στον Λουκ. Εκείνος την κοίταξε σκεπτικός για μια στιγμή, όμως έδειξε να πιστεύει κι εκείνος, ότι δεν μπορούσε να φύγει έτσι απλά από εκεί. Άφησε το χέρι της και έστρεψε το βλέμμα του ξανά προς την καταπακτή. Άπλωσε τα χέρια του στο εσωτερικό της και αφού έλεγξε αν η σκάλα ήταν γερή, γύρισε προς τις δύο κοπέλες.
- Θα κατέβω πρώτος. Γκρέις έχε το νου σου. Είπε και έδειξε προς την Αλίσια. Η Γκρέις έγνεψε καταφατικά, ενώ η Αλίσια έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασμού. Ο Λουκ, γύρισε το σώμα του από την αντίθετη πλευρά της καταπακτής και κατέβασε αργά τα πόδια του στο εσωτερικό της, ακουμπώντας στην σκάλα. Όταν τα πόδια του πάτησαν στο έδαφος, οι δύο κοπέλες τον μιμήθηκαν και κατέβηκαν κι εκείνες με την σειρά τους. Έμειναν εμβρόντητοι, όταν διαπίστωσαν ότι αυτός ο καλά κρυμμένος χώρος, φωτιζόταν διάπλετα από ένα ζεστό φως χωρίς να υπάρχουν καθόλου παράθυρα, καθώς το δωμάτιο αυτό βρισκόταν υπόγεια, σχεδόν κάτω από την γη. Επιπλέον, ο χώρος έμοιαζε σαν να είναι πρόσφατα κατασκευασμένος και ανακαινισμένος. Δεν υπήρχε ίχνος σκόνης και όλα ήταν άψογα τοποθετημένα στις θέσεις τους.
- Μα πώς γίνεται αυτό; Από πού στο καλό έρχεται αυτό το φως; Μοιάζει σαν να μην έχει περάσει ούτε μια μέρα από τότε που ήρθε εδώ κάποιος, όμως στην πραγματικότητα έχει περάσει αρκετός καιρός. Διατύπωσε δυνατά τις σκέψεις που υπήρχαν στο μυαλό όλων, η Γκρέις.
- Δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει, όμως πρέπει να συγκεντρωθούμε. Η Φρέγια κινδυνεύει! Αλίσια, τι ειναι αυτό που πρέπει να βρεις; Ρώτησε ο Λουκ. Η Αλίσια, χωρίς να απαντήσει άρχισε να πλησιάζει τις βιβλιοθήκες που υπήρχαν στον τοίχο. Πέρασε το χέρι της από τα βιβλία και διάβασε διάφορους τίτλους στα εξώφυλλα, που ήταν σχετικοί με την μαγεία και την μαντεία. Έπειτα το βλέμμα της έπεσε πάνω σε ένα ανοιχτό βιβλίο, που βρισκόταν ακουμπισμένο πάνω σε ένα τραπέζι και διάφορα κεριά δίπλα του. Το πλησίασε και το άγγιξε. Άρχισε να ξεφυλλίζει το βιβλίο και τότε εικόνες ήρθαν στο μυαλό της. Ήταν δύο γυναίκες που βρίσκονταν σε αυτό τον χώρο. Η μία ήταν καθισμένη και σημείωνε κάτι με μελάνι σε αυτό εδώ το βιβλίο και η άλλη συμβουλευόταν ένα βιβλίο, για την παρασκευή ενός φίλτρου που ετοίμαζε. Οι εικόνες εξαφανίστηκαν από μπροστά της και εστίασε το βλέμμα της στο βιβλίο που κρατούσε στα χέρια της. Έψαξε ανάμεσα στις σελίδες του και είδε σημειωμένα κάτι περίεργα σύμβολα. Πάνω πάνω στην σελίδα έγραφε "Ρούνοι για την επίτευξη της Μαντείας". Στο κέντρο της σελίδας, εμφανίστηκε ένα τεράστιο χρυσό σύμβολο και όλοι έκλεισαν τα μάτια τους από το δυνατό φως. Μόλις τα ξανά άνοιξαν, η Αλίσια κοίταξε αμέσως το χέρι της. Το σύμβολο της Προστασίας ήταν εκεί.
- Πάμε να σώσουμε την Φρέγια! Είπε απότομα στον Λουκ και την Γκρέις. Βγήκαν με γρήγορες κινήσεις από την καταπακτή και αφού την έκλεισαν, ξανά άνοιξαν την πόρτα του σπιτιού και βγήκαν έξω. Η Αλίσια, στον δρόμο τους διηγήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί πριν λίγη ώρα, σε εκείνο το δωμάτιο. Για το πώς είχε δει την Λέιλα και την Ιζαμπέλ, για τους ρούνους και για το σύμβολο της Προστασίας που είχε αναιρέσει τα μάγια του Λούθερ. Μετά από λίγη ώρα, είχαν φτάσει επιτέλους έξω από το μέρος, που κρατούσαν την Φρέγια. Την ίδια στιγμή κάποιοι άντρες έσερναν με την βία την Φρέγια έξω από το κελί της. Την οδήγησαν σε έναν ανοιχτό χώρο και η απότομη έκθεση στο φως, έκανε τα μάτια της να θολώνουν. Αυτό όμως, δεν ήταν το μεγαλύτερο της πρόβλημα. Ο άντρας που κρατούσε την άκρη της αλυσίδας της, την κατεύθυνε προς μία εξέδρα που ήταν στηλωμένος εκεί ένας ξύλινος πάσσαλος. Στην θέα του, η Φρέγια ένιωσε την ανάσα της να κόβεται και τα πόδια της να λυγίζουν. Σταμάτησε να προχωρά, όμως ο άντρας τράβηξε απότομα την αλυσίδα της και την έσπρωξε βίαια, για να προχωρήσει. Η αλυσίδα είχε πληγώσει τα χέρια της και το σώμα της πονούσε ολόκληρο και ιδιαίτερα η πλάτη της, από τα χτυπήματα που είχε δεχτεί. Την ανέβασαν πάνω στην εξέδρα και την έσπρωξαν πάνω σε έναν πάσσαλο. Την έδεσαν και στίβαξαν κλαδιά και ξερά ξύλα γύρω της. Πλήθος κόσμου ήταν μαζεμένο. Η Φρέγια, ένιωθε το τέλος να πλησιάζει. Ένας ιεροεξεταστής την πλησίασε και άρχισε να απαγγέλλει τις κατηγορίες
- Η κοπέλα αυτή έχοντας διαπράξει πολλά αποτρόπαια εγκλήματα, έχοντας ασκήσει μαγεία, έχοντας προκαλέσει κακό σε αθώους ανθρώπους, έχοντας στραφεί ακόμα και ενάντια της θρησκείας μας και του ίδιου του Θεού μας, καταδικάζεται σε θάνατο δια της καύσης στην πυρά. Ολοκλήρωσε τα λόγια του και το πλήθος άρχισε να ζητοκραυγάζει και να εξαπολύει, απαίσια λόγια προς εκείνη. Η Φρέγια φανταζόταν, πως μπορεί να ήταν ο θάνατος. Σίγουρα ο δικός της θα ήταν φρικτός, όπως σκεφτόταν. Με μεγάλη δυσκολία συγκρατούσε τόση ώρα τα δάκρυά της, όμως δεν άντεξε άλλο και τα άφησε ελεύθερα. Είδε με την άκρη του ματιού της, την λάμψη της φλόγας του αναμμένου δαυλού που βρισκόταν στο χέρι του ιεροεξεταστή, καθώς πλησίαζε προς το μέρος της. Τα δάκρυά της δεν είχαν σταματημό. Στην σκέψη της ήρθε η μικρή Αμάντα. Εκείνη και η μητέρα της, είχαν πεθάνει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, τόσο άδικα. Σκέφτηκε ότι ήταν πιο τυχερή. Εκείνη τουλάχιστον είχε προλάβει να ζήσει κάποια πράγματα, σε αντίθεση με το αγέννητο πλασματάκι που είχαν τυλίξει οι φλόγες καθώς η μητέρα του ήταν έγκυος. Τα δάκρυα είχαν θολώσει τα μάτια της. Αλλά καλύτερα. Δεν άντεχε έτσι κι αλλιώς, να βλέπει. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και στο μυαλό της ήρθαν, όλα τα αγαπημένα της πρόσωπα. Η οικογένειά της, η Γκρέις και τέλος ο Λουκ. Θυμήθηκε το όμορφο πρόσωπο του Λουκ, τα λαμπερά του μάτια, το ζεστό του χαμόγελο και το άγγιγμα του.
<< Πόσο κρίμα είναι, που δεν πρόλαβα να σου εκφράσω, όλα αυτά που έχω αρχίσει να νιώθω για σένα>> σκέφτηκε, με τα δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της. Όταν ο άντρας σήκωσε το δαυλό ψηλά, έκλεισε σφιχτά τα μάτια της. Δεν άντεχε να βλέπει. Όλα τελείωναν...
- Περιμένετε! Σταματήστε! Σας διατάζω να σταματήσετε! Έκανα λάθος, η κοπέλα είναι αθώα δεν είναι μάγισσα! Φώναξε η Αλίσια και όλοι είχαν στρέψει το βλέμμα τους πάνω της. Η καρδιά της Φρέγια χτύπησε δυνατά, όταν είδε την Αλίσια τον Λουκ και την Γκρέις.
- Πριγκίπισσα Αλίσια είστε σίγουρη; Εσείς μας είπατε ότι αυτή η κοπέλα είναι μάγισσα! Είστε σίγουρη ότι είναι αθώα; Ρώτησε έντονα ο ιεροεξεταστής, που κρατούσε ακόμα τον δαυλό στο χέρι.
- Ναι! Είμαι απόλυτα σίγουρη! Λυπάμαι για το λάθος μου, όμως ευτυχώς έφτασα εγκαίρως. Αφήστε την ελεύθερη! Διέταξε η Αλίσια και η Φρέγια δεν πίστευε, ότι είχε σωθεί τελευταία στιγμή. Ο άντρας υπάκουσε και έσβησε τον δαυλό δεν έδειχνε όμως καθόλου ικανοποιημένος, με την έκβαση της υπόθεσης. Παρόλα αυτά, έλυσε τα χέρια και τα πόδια της Φρέγια και ο Λουκ έτρεξε προς το μέρος της.
- Λουκ, είπε αδύναμα η Φρέγια. Εκείνος την πλησίασε και χωρίς να το σκεφτεί, την τράβηξε στην αγκαλιά του και η Φρέγια αμέσως πέρασε τα χέρια της, γύρω από την μέση του.
- Είσαι καλά; Πονάς; Την ρώτησε ανήσυχος, καθώς την έβγαλε από την αγκαλιά του, για να την παρατηρήσει. Το πρόσωπο και το σώμα της, φαινόταν κουρασμένο και ταλαιπωρημένο.
- Δεν το πιστεύω ότι είσαι εδώ. Πριν λίγο, νόμιζα ότι δεν θα σε ξανά έβλεπα. Του απάντησε εκείνη και δάκρυα έτρεχαν ακόμα από τα μάτια της.
- Συγνώμη που δεν ήρθα νωρίτερα, συγνώμη που δεν μπόρεσα να σε προστατεύσω από όλο αυτό. Της είπε και σκούπισε με τους αντίχειρές του τα μάτια της. Της χάιδεψε τα μαλλιά και την έβαλε πάλι, στην αγκαλιά του.
- Σε ευχαριστώ που είσαι εδώ. Του ψιθύρισε η Φρέγια, καθώς ήταν αγκαλιασμένοι.
- Δεν μπορώ και δεν θέλω, να είμαι κάπου αλλού από εδώ. Μόνο εκεί που είσαι, θέλω να είμαι. Της ψιθύρισε πίσω, χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά. Εκείνη του χαμογέλασε και τον έσφιξε περισσότερο. Είσαι πολύ αδύναμη. Είπε και έσκυψε, σηκώνοντάς την στην αγκαλιά του. Εκείνη κρατήθηκε σφιχτά από πάνω του και έβαλε το κεφάλι της στο στήθος του, ακούγοντας την καρδιά του, να ανεβοκατεβαίνει και να χτυπάει γρήγορα και δυνατά. Περιεργάστηκε με το βλέμμα του το σώμα της και ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι του, καθώς διέκρινε σημάδια και ίχνη κακοποίησης πάνω της. Θα κάνω τα πάντα για να σε κρατήσω ασφαλή. Πάμε σπίτι πριγκίπισσα, της ψιθύρισε.
- Εσύ είσαι το σπίτι μου. Του απάντησε, έχοντας τα μάτια της κλειστά, καθώς το χέρι της έσφιγγε με δύναμη την μπλούζα του, ακουμπώντας το στήθος του. Εκείνος, το μόνο που έκανε, ήταν να της αφήσει ένα φιλί στα μαλλιά και πήραν το δρόμο της επιστροφής.

Πέρα από τα όρια της πραγματικότηταςOnde histórias criam vida. Descubra agora