Ένα βήμα πριν το τέλος

17 3 2
                                    

Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά αργά μέχρι το ξημέρωμα. Η Φρέγια ήξερε πως αυτή ήταν η μέρα που θα ρίσκαρε τα πάντα. Σήμερα θα έπρεπε να συναντήσει τον πατέρα της, τον Λούθερ και να πάρει με κάθε τίμημα τον Κρύσταλλο της Φωτιάς στην κατοχή της. Μόλις το φως του πρωινού μπήκε στο σπίτι, η κοπέλα σηκώθηκε από το κρεβάτι της στο οποίο έμενε τόση ώρα απρόθυμα και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Εκεί βρήκε και τους υπόλοιπους.
- Καλημέρα. Είπε.
- Καλημέρα. Της απάντησαν με την σειρά τους. Μόλις η Φρέγια κάθισε στο τραπέζι μαζί τους το βλέμμα της πήγε προς την μητέρα της.
- Μητέρα, που θα βρω τον Λούθερ; Της είπε μονομιάς.
- Δεν θα πας μόνη σου, θα έρθω μαζί σου. Της απάντησε εκείνη.
- Σήμερα πρέπει να πάρω τον Κρύσταλλο της Φωτιάς. Δεν θα ζητήσω από κανέναν να έρθει μαζί μου, είναι πολύ επικίνδυνο και το ξέρω. Παρόλα αυτά αν θελήσετε να έρθετε, ξέρω ότι δεν μπορώ να σας αποτρέψω, οπότε ακούω την απόφασή σας.
- Καλά που το κατάλαβες ότι δεν μπορείς να μας αποτρέψεις από το να έρθουμε. Ήρθε η απάντηση από τον Λουκ. Όσο για την απάντηση δεν έχω να πω κάτι, ξέρεις πως είμαστε μαζί σε όλα αυτά. Το ίδιο απάντησαν και όλοι οι υπόλοιποι. Πήραν μαζί τους κάποια απαραίτητα πράγματα, όπως κάτι να φάνε για να έχουν δύναμη, νερό και τους μανδύες τους με την ιδιώτητα του χαμαιλέοντα και ξεκίνησαν. Η μόνη που έμεινε πίσω προσπαθώντας να καθυστερήσει με ξόρκια και γητείες τους Κυνηγούς ήταν η Γκριχίλντα. Το μέρος που ζούσε ο Λούθερ δεν ήταν πολύ μακριά, κι έτσι δεν άργησαν να φτάσουν. Δεν πήγαν στο Φρούριο των Κόκκινων Φρουρών, αλλά στην κατοικία του Λούθερ που τόσο καλά ήξερε η Λορέιν καθώς και η ίδια την είχε επισκεφτεί πολλές φορές στο παρελθόν. Φορούσαν τους μανδύες τους, η Γκριχίλντα είχε δώσει από έναν και στον Ίθαν και την Λορέιν. Στάθηκαν απ'έξω από το μεγαλεπήβολο οίκημα και στο μυαλό της Λορέιν εισέβαλαν οι αναμνήσεις. Θυμόταν πόσο διαφορετικός ήταν ο Λούθερ κάποτε... Πώς ήταν δυνατόν αυτός ο άνθρωπος με τον οποίο είχαν ζήσει τόσα πολλά, που τους ενωνε το μεγαλύτερο θαύμα της ζωής ένα παιδί, να είχε μεταμορφωθεί σε ένα τέρας χωρίς ψυχή...
- Μαμά είσαι εντάξει; Την ρώτησε η Φρέγια που είχε παρατηρήσει το ανήσυχο βλέμμα της. Η Λορέιν τότε επανήλθε στο παρόν.
- Ναι είμαι εντάξει. Απάντησε στην κόρη της. Φρέγια θέλω να προσέχεις. Ότι κι αν γίνει εκεί πέρα, δεν μπορώ να αντέξω στην ιδέα να πάθεις κάτι.
- Θα προσέχω. Ήταν το μόνο που απάντησε η Φρέγια. Το σπίτι φυλασσόταν, σε άλλη περίπτωση θα ήταν πρακτικά αδύνατο να μπουν μέσα απαρατήρητοι, όμως χάρη στους μανδύες τους ήταν πιο εύκολο. Χρησιμοποίησαν μαγεία για να εγκλωβίσουν τον ήχο μέσα σε ένα μαγικό πουγκί. Έτσι ο ήχος των βημάτων τους αλλά και της πόρτας που άνοιξαν για να μπουν στο σπίτι, δεν ακούστηκε ποτέ. Κινούνταν προσεκτικά μέσα στον χώρο, ψάχνοντας κάτι που θα μπορούσε να τους βοηθήσει στην αναζήτησή τους. Χωρίστηκαν για να καλύψουν περισσότερο έδαφος και να κερδίσουν με αυτόν τον τρόπο χρόνο. Η Φρέγια βρισκόταν σε ένα μεγάλο γραφείο. Αναζητούσε οτιδήποτε θα μπορούσε να μοιάζει με κρύπτη, κάποια μαγεμένη κλειδαριά ίσως, κάποια εσοχή στα ράφια της βιβλιοθήκης. Εκείνη την στιγμή στην θύμησή της ήρθε, η μέρα που ξεκίνησαν όλα. Όταν ανακάλυψε εκείνη την εσοχή ανάμεσα στα ράφια της βιβλιοθήκης της μητέρας της. Η μέρα που εμφανίστηκε το σημάδι. Το βλέμμα της έπεσε αντανακλαστικά πάνω στο χέρι της. Ήταν εκεί. Το Σημάδι της Προφητείας. Αναρωτήθηκε αν όλα όσα είχαν συμβεί, ήταν γραφτό να γίνουν από εκείνη την πρώτη μέρα, ή ακόμα και από την μέρα της γέννησής της... Τις σκέψεις της διέκοψε ο ήχος της πόρτας που ανοίγει. Ευτυχώς ήταν καλυμμένη με τον μανδύα, έτσι όταν ο Λούθερ μπήκε στο δωμάτιο δεν την είδε. Κάποια στιγμή καθώς κινούνταν προς το γραφείο του, το βλέμμα του έπεσε πάνω της και έμεινε προσηλωμένο εκεί για λίγη ώρα. Φαινόταν πως παρόλο που δεν την έβλεπε, μπορούσε να αντιληφθεί την παρουσία της. Εκεί που η Φρέγια νόμιζε ότι την ανακάλυψε, εκείνος γύρισε το βλέμμα του προς κάποια άλλη κατεύθυνση. Κινήθηκε προς να άγαλμα που υπήρχε δίπλα από την βιβλιοθήκη, που κοσμούσε τον τοίχο του γραφείου. Σταμάτησε ακριβώς μπροστά του. Το άγαλμα είχε το σχήμα ενός περήφανο ζώου. Έμοιαζε με σκύλο ή με λύκο καθώς βέβαια, ένα ψηλό βάθρο του προσέθετε ύψος. Ο Λούθερ έμεινε να το κοιτάζει κι έπειτα σήκωσε στον αέρα το χέρι του μπροστά από το πρόσωπο του ζώου κι έπειτα ψέλλισε κάποια λόγια στα λατινικά
" Open Igneus gehennae" * και τα μάτια του αγάλματος έβγαλαν μια κόκκινη λάμψη. Αμέσως ο τοίχος που υπήρχε πίσω από το άγαλμα άνοιξε στα δύο αποκαλύπτοντας μία σειρά από σκαλοπάτια. Η Φρέγια παρακολουθούσε εμβρόντητη. Ο Λούθερ άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια, ανάβοντας τους πυρσούς που υπήρχαν δεξιά και αριστερά στους τοίχους φωτίζοντας το μονοπάτι. Η Φρέγια πατώντας στις μύτες των ποδιών της κρατώντας σχεδόν την αναπνοή της, τον ακολούθησε. Η είσοδος από την οποία είχαν μπει, άρχισε να κλείνει πίσω τους και η Φρέγια ήξερε πως δεν υπήρχε επιστροφή. Όταν έφτασαν στο τέλος των σκαλοπατιών, βρέθηκαν σε ένα πέτρινο δωμάτιο. Στο κέντρο του έλαμπε ένα δυνατό κόκκινο φως. Καθώς πλησίασαν, η Φρέγια αντίκρυσε επιτέλους τον Κρύσταλλο της Φωτιάς. Ο Λούθερ στάθηκε μπροστά του, έχοντας την πλάτη του γυρισμένη προς την Φρέγια.
- Βρήκες τελικά τον τέταρτο Κρύσταλλο της Δημιουργίας... Ακούστηκε η φωνή του Λούθερ. Η Φρέγια πάγωσε στην θέση της. Επομένως ήξερε πως ήταν εκεί και όπως φαινόταν την είχε οδηγήσει επίτηδες σε εκείνο το μέρος. Ήταν παγίδα. Με μία απότομη κίνηση ο Λούθερ τράβηξε τον μανδύα από πάνω της. Άρχισε να γελάει δυνατά. Πίστεψες στ' αλήθεια ότι θα μπορούσες να με ξεγελάσεις; Της φώναξε. Η Φρέγια τότε βρήκε ξανά την φωνή της.
- Δεν καταλαβαίνω. Εφόσον ήξερες ότι είμαι εδώ γιατί με οδήγησες στον Κρύσταλλο;
- Μα δεν σε οδήγησα στον Κρύσταλλο αλλά στο τέλος σου. Της απάντησε χαιρέκακα.
- Τι εννοείς;
- Ας τα πάρουμε από την αρχή. Είσαι παγιδευμένη χωρίς κανέναν τρόπο διαφυγής, και από στιγμή σε στιγμή αυτό το μέρος θα γεμίσει Κυνηγούς. Ο Άντον ήξερε πως αν έβλεπες ανθρώπους να χάνονται και να υποφέρουν, θα ερχόσουν αμέσως να πάρεις τον Κρύσταλλο της Φωτιάς για να τους πολεμήσεις. Έτσι μου προσέφερε μία συμφωνία. Οι Κυνηγοί θα μου παραδώσουν και τους δικούς σου Κρυστάλλους όταν θα σε έχουν στα χέρια τους και αφού πεθάνεις, τότε εγώ θα είμαι και πάλι ο πιο πανίσχυρος μάγος στον κόσμο κια έχοντας στην κατοχή μου τους τέσσερις Κρυστάλλους της Δημιουργίας, θα είμαι αυτός που θα ορίζει την ζωή και τον θάνατο. Τους είπα ότι θα κρατήσω τους μάγους μακρυά τους, όλοι θα πιστέψουν ότι μαζί με σένα που είσαι η Εκλεκτή πέθανε και η μαγεία. Της εξήγησε το σχέδιο του, και η Φρέγια ένιωθε την γη να χάνεται κάτω από τα πόδια της. Αυτό ήταν το τέλος λοιπόν;
- Δεν μπορεί να τελειώσει έτσι... Ήταν το μόνο που είπε.
- Κι όμως μπορεί γλυκιά μου. Βλέπεις αυτό  δεν είναι παραμύθι και δεν νικούν πάντα οι καλοί στο τέλος... Της είπε.
- Γιατί; Γιατί τα κάνεις όλα αυτά; Δεν είσαι εσύ αυτός που ερωτεύτηκε η μητέρα μου! Του φώναξε εξαγριωμένη.
- Ναι! Έχεις δίκιο δεν είμαι! Και σταμάτα πια να αναφέρεις αυτή την ιστορία! Τα λόγια του και η φωνή του πρόδιδαν την σύγχυση που κρυβόταν πίσω από αυτά τα λόγια.
- Μπορείς ακόμα να σταματήσεις... Δεν μπορεί να συμμαχείς με αυτούς που κάνουν τόσους δικούς μας να υποφέρουν! Σου λένε ψέματα! Ο στόχος τους είναι να εξαφανίσουν κάθε ίχνος μαγείας! Θα σκοτώσουν κι εσένα μόλις βρουν την ευκαιρία... Του είπε η Φρέγια. Αμέσως μετά ο λαιμός της άρχισε να καίει κι ένιωσε να πνίγεται. Ο Λούθερ με μια κίνηση του χεριού του την γονάτισε στο πάτωμα.
- Αν συνεχίσεις να μιλάς, θα σε σκοτώσω εγώ ο ίδιος εδώ και τώρα. Της φώναξε. Η κοπέλα με όση δύναμη της είχε μείνει προσπάθησε να σχηματίσει κάποιες λέξεις.
- Η μητέρα μου σε αγαπούσε αληθινά... Ήταν τα μόνα λόγια που είπε. Ο Λούθερ σταμάτησε να της κόβει την ανάσα και την άφησε να πέσει στο πάτωμα. Από το βάθος ακούστηκαν βήματα. Ήταν οι Κυνηγοί. Ο Λούθερ έδειχνε διστακτικός.
- Είναι αργά πια... Της απάντησε.

* Άνοιξε πύρινη κόλαση

Πέρα από τα όρια της πραγματικότηταςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora