Το μενταγιόν

37 11 4
                                    

Η Γκρέις και η Γκριχίλντα βρίσκονταν δίπλα από την αναίσθητη ακόμα Φρέγια. Ευτυχώς το δέντρο ήταν χαμηλό και μπορούσαν να πάνε κοντά της. Από μακριά ακούγονταν καλπασμοί αλόγων και φάνηκαν μέσα στο σκοτάδι αναμμένες δάδες. Αμέσως οι δύο γυναίκες αισθάνθηκαν τον κίνδυνο. Έπρεπε να καταφέρουν να συνεφέρουν την Φρέγια και να την πάρουν γρήγορα μακριά από εκεί. Η Γκρέις προσπαθούσε μάταια να την ξυπνήσει ενώ η Γκριχίλντα κοιτούσε ταραγμένη την κατεύθυνση των αναμμένων δαδών. Η Φρέγια ένιωσε την Γκρέις να της μιλάει και να προσπαθεί να την ξυπνήσει αλλά δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια της ούτε να κουνήσει το σώμα της, που ακόμα δεν το ένιωθε. Τότε άκουσε την ίδια γυναικεία φωνή μέσα στο κεφάλι της
- Ξύπνα Φρέγια, πρέπει να φύγεις από εδώ. Ο κίνδυνος πλησιάζει..-
Η κοπέλα άνοιξε απότομα τα μάτια της, με την Γκρέις να ξαφνιάζεται αλλά και να χαίρεται ταυτόχρονα. Η Φρέγια σήκωσε το σώμα της με την βοήθεια της Γκρέις από το δέντρο.
- Φρέγια πρέπει να φύγουμε γρήγορα από εδώ, πλησιάζουν. Είπε η Γκρέις κοιτάζοντας επίμονα την Φρέγια στα μάτια.
- Ξέρω.. Ήταν το μόνο που απάντησε η Φρέγια. Η Γκριχίλντα τις πλησίασε βιαστικά, και τους είπε ότι είναι σχεδόν κάτω από τους πρόποδες του βουνού. Οι τρεις γυναίκες έφυγαν βιαστικά, με την Γκριχίλντα να προπορεύεται μπροστά, και τις άλλες δύο να ακολουθούν. Όταν είχαν φτάσει κοντά σε μια σπηλιά, γύρισε και τους είπε.
- Ακούστε καλά κι οι δυο σας. Θα μπείτε μέσα και θα κρυφτείτε και δεν θα βγείτε από εκεί, μέχρι να σιγουρευτείτε ότι έχουν απομακρυνθεί πολύ. Εγώ δεν μπορώ να σας ακολουθήσω. Πρέπει να βρίσκομαι στο σπίτι που σίγουρα, θα με επισκεφτούν. Πρέπει να μείνετε μαζί, ενωμένες να βοηθήσετε η μία την άλλη. Η Γκριχίλντα έκανε μια παύση και στράφηκε προς την εγγονή της. Την αγκάλιασε τρυφερά και της είπε
- Να είσαι δυνατή Γκρέις και να βοηθήσεις την Φρέγια να εκπληρώσει την Προφητεία. Να ξέρεις ότι είμαι περήφανη για εσένα κορίτσι μου. Είπε και την έσφιξε ξανά στην αγκαλιά της. Έπειτα στράφηκε προς την Φρέγια.
- Χαίρομαι πάρα πολύ που σε ξανά είδα κορίτσι μου και που βοήθησα κι εγώ στην γέννησή σου. Έχεις ένα σπουδαίο χάρισμα και ένα απίστευτο μέλλον. Έχε πίστη στον εαυτό σου και να θυμάσαι, ότι πρέπει να βλέπεις τα πράγματα σε βάθος, με τα μάτια της ψυχής σου. Δεν έχουμε καιρό πρέπει να χωριστούμε τώρα, όμως οι δρόμοι μας θα ξανά συναντηθούν σίγουρα. Με αυτά τα λόγια, η γυναίκα αγκάλιασε και την Φρέγια και πήγε να φύγει, όμως η Φρέγια θυμήθηκε κάτι που ήθελε να την ρωτήσει
- Κυρία Γκριχίλντα, ήθελα να σας ρωτήσω αν ξέρετε κάτι για το μενταγιόν μου, εφόσον με γνωρίζετε από την μέρα της γέννησής μου. Η Γκριχίλντα στράφηκε προς το μέρος της.
- Ναι βέβαια. Δεν γνωρίζω όμως την προέλευσή του. Αυτό το μενταγιόν το είδαμε τυλιγμένο γύρω από το χέρι σου, το επόμενο πρωί από την γέννησή σου. Το θεωρήσαμε ως κάποιο δώρο, χωρίς να ξέρουμε όμως από ποιον, αλλά μέσα στην καρδιά μας νιώθαμε και οι δύο εγώ και η μητέρα σου, ότι ήταν κάτι πολύτιμο και καλοπροαίρετο και για κάποιον ανεξήγητο και πάλι λόγο, νιώθαμε ότι έπρεπε να το φοράς πάντα κι ότι σε προστατεύει.
- Ευχαριστώ. Είπε η Φρέγια καταλαβαίνοντας ότι το μενταγιόν προερχόταν από την κάτοχο εκείνης της γυναικείας φωνής.
- Καλή τύχη. Είπε η Γκριχίλντα στα δύο κορίτσια και χάθηκε μέσα στην νύχτα. Οι δύο κοπέλες, κρύφτηκαν στην σπηλιά όπως τους είχε υποδείξει η Γκριχίλντα. Εκείνη τη νύχτα που πέρασαν μαζί, παρόλο τον φόβο και το άγχος που διακατείχε τα δύο κορίτσια, ήρθαν πιο κοντά και ένιωσαν και οι δύο, ότι είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μία δυνατή φιλία μεταξύ τους. Η Γκριχίλντα έφτασε στο σπίτι σύντομα, μπήκε μέσα και κάθισε μπροστά στο αναμμένο τζάκι, παριστάνοντας ότι δεν είχε κουνηθεί από την θέση της. Μετά από λίγο άκουσε χτυπήματα στην πόρτα, και αμέσως σηκώθηκε να ανοίξει. Μπροστά της στεκόταν ο Λούθερ, με κάποια από τα μέλη του συμβουλίου και πίσω του αρκετούς από τους Κόκκινους Φρουρούς. Η Γκριχίλντα τον κοίταξε με προσποιητή έκπληξη που τον έβλεπε στο κατώφλι της.
- Λούθερ δεν σε περίμενα. Και ειδικά με την συνοδεία των Κόκκινων Φρουρών. Συνέβη κάτι; Ο Λούθερ την κοίταξε και της απάντησε χωρίς να κρύβει τον πανικό και τον θυμό στην φωνή του.
- Μην μου το παίζεις έκπληκτη Γκριχίλντα και λέγε που είναι το κορίτσι.
- Μα δεν καταλαβαίνω, για ποιο πράγμα μιλάς Λούθερ; Ο άντρας νευριασμένος στένεψε τα μάτια του.
- Αν νομίζεις ότι θα ξεφύγει, ότι θα καταφέρει να εκπληρώσει την Προφητεία κάνεις μεγάλο λάθος. Σου εγγυώμαι εγώ ο ίδιος ότι το μόνο που θα καταφέρει θα είναι να χάσει την ζωή της κι αυτή και όποιος άλλος προσπαθήσει να την βοηθήσει. Όπως ας πούμε η εγγονούλα σου η Γκρέις.
Η Γκριχίλντα προσπάθησε με δυσκολία να κρατήσει την ψυχραιμία της.
- Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω για ποιο κορίτσι μιλάς και τι σχέση μπορεί να έχει με την Προφητεία. Μην μου πεις ότι η πολυπόθητη Εκλεκτή εμφανίστηκε; Και όσο για την εγγονή μου σε διαβεβαιώ ότι δεν έχει καμία σχέση.
- Δεν θα καταφέρει τίποτα ακούς; Φώναξε στο πρόσωπό της ο Λούθερ. Το μόνο που θα συμβεί εξαιτίας αυτής της ανόητης Προφητείας θα είναι να κρατήσω στα χέρια μου το άψυχο σώμα της κι εσύ της εγγονής σου. Τραβήχτηκε λίγο πιο πίσω και συμπλήρωσε. Δεν τελειώσαμε Γκριχίλντα. Και έφυγε χτυπώντας με δύναμη την ξύλινη πόρτα πίσω του. Μόλις η γυναίκα έμεινε μόνη της, δάκρυα έκαναν την εμφάνισή τους στα μάτια και το πρόσωπό της, που προσπαθούσε τόση ώρα να συγκρατήσει και να φαίνεται αγέρωχη. Φοβόταν για την εγγονή της την Γκρέις αλλά και για την Φρέγια. Και μόνο στην σκέψη της εικόνας που ανέφερε ο Λούθερ με τις δύο κοπέλες νεκρές ένιωθε το αίμα να κοχλάζει στις φλέβες της.
- Θα τα καταφέρουν. Πρέπει να τα καταφέρουν. Η Προφητεία πρέπει να εκπληρωθεί.- σκεφτόταν.

Πέρα από τα όρια της πραγματικότηταςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora