Το σκοτάδι μέσα του

27 6 2
                                    

Η Φρέγια ένιωσε αμέσως καλύτερα και άνοιξε τα μάτια της. Είδε τον Λουκ πεσμένο κάτω δίπλα της.
- Λουκ, Λουκ σε παρακαλώ ξύπνα! Άνοιξε τα μάτια σου! Τα μάτια της είχαν βουρκώσει, καθώς προσπαθούσε να τον συνεφέρει. Εκείνος κούνησε ελαφρά τα βλέφαρα του και άνοιξε αργά τα μάτια του. Ευτυχώς είσαι καλά! Πώς νιώθεις; Του είπε ανακουφισμένη. Ο Λουκ σηκώθηκε αργά από το πάτωμα και την κοίταξε. Όμως το βλέμμα του ήταν αλλαγμένο, ήταν σκοτεινό. Ακόμα και τα μάτια του είχαν αλλάξει χρώμα, είχαν χάσει το φωτεινό γαλάζιο και είχαν πάρει μια πιο σκούρα απόχρωση. Φαινόταν εντελώς διαφορετικός. Άρπαξε γρήγορα το μαχαίρι του και το έστρεψε προς την Φρέγια.
- Μην με πλησιάζεις μάγισσα! Της φώναξε και τα μάτια του ήταν γεμάτα μίσος.
- Λουκ, τι έπαθες; Γιατί φέρεσαι έτσι; Του είπε εκείνη μη καταλαβαίνοντας το παράλογο της συμπεριφοράς του, προσπαθώντας να τον πλησιάσει.
- Μην με πλησιάζεις είπα! Τι μου έκανες; Πώς ήρθαμε εδώ; Πρέπει να σε πάω πίσω! Φώναξε απειλητικά προς το μέρος της.
- Λουκ, δεν καταλαβαίνω τι λες. Ηρέμησε σε παρακαλώ. Προσπάθησε να τον λογικέψει η Φρέγια.
- Σκάσε! Πώς ξέρεις το όνομά μου; Τι μου έκανες μάγισσα; Της είπε εκείνος στον ίδιο τόνο με πριν. Η Φρέγια έκανε μερικά βήματα πίσω, καθώς την φόβιζε ο τρόπος που της μιλούσε.
- Λουκ δεν ξέρω τι έπαθες, όμως προσπάθησε να θυμηθείς. Πρέπει να συνέλθεις! Του φώναξε. Εκείνος την πλησίασε γρήγορα και με απειλητικά βήματα, την άρπαξε από τον καρπό του χεριού της βάζοντας το μαχαίρι στον λαιμό της.
- Σκάσε. Μην μιλάς άλλο. Σκάσε γιατί αλήθεια θα σε σκοτώσω! Της φώναξε στο πρόσωπο. Η Φρέγια είχε τρομάξει, δεν ήξερε τι να κάνει για να τον συνεφέρει. Άπλωσε το χέρι της χαϊδεύοντάς του το πρόσωπο.
- Λουκ, σε παρακαλώ σύνελθε. Είπε αλλά αμέσως μετά βρέθηκε πεσμένη στο πάτωμα. Ο Λουκ την είχε χτυπήσει και την είχε τραυματίσει με το μαχαίρι που κρατούσε, ρίχνοντάς την στο πάτωμα.
- Άλλη μια λέξη να πεις και ορκίζομαι θα σε σκοτώσω! Και μην τολμήσεις να με ξανά αγγίξεις, με μολύνεις! Η Φρέγια έπιασε το ματωμένο χέρι της και άρχισαν να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια της. Όχι από τον πόνο δεν την ένοιαζε τόσο αυτό, αλλά που αυτά τα λόγια είχαν βγει από το στόμα του Λουκ. Εκείνος την πλησίασε και την γύρισε βίαια προς το μέρος του. Το κατάλαβες; Της φώναξε στο πρόσωπο. Η Φρέγια δεν μίλησε μόνο σκεφτόταν πόσο τρυφερά την κρατούσε, πόσο νοιαζόταν για εκείνη, πόσο όμορφο και ζεστό ήταν το χαμόγελό του και το βλέμμα του. Και τώρα αντίκρυζε έναν ξένο. Δεν ήταν αυτός ο Λουκ. Δεν ήταν εκείνος που της έσωσε την ζωή, που της χάιδευε τρυφερά τα μαλλιά που της είχε σκουπίσει τα δάκρυα. Ήταν ένας ξένος όμως, εκείνη ήθελε πίσω τον αληθινό Λουκ και ήξερε ότι κάπου εκεί μέσα ήταν, πίσω από αυτό το σκοτεινό βλέμμα κρύβονταν τα όμορφα φωτεινά του μάτια. Δεν σκέφτηκε καθόλου την επόμενη κίνηση που έκανε και όρμησε στην αγκαλιά του.
- Λουκ, Λουκ σε παρακαλώ πρέπει να συνέλθεις! Σε παρακαλώ. Δεν είσαι έτσι εσύ! Δεν είσαι αυτός που έχω τώρα μπροστά μου. Σε παρακαλώ Λουκ, πάλεψέ το! Βρες τον εαυτό σου. Εκείνος είχε μείνει εμβρόντητος με τα μάτια του να έχουν γουρλώσει από την έκπληξη. Δεν κουνιόταν, δεν την απομάκρυνε. Μόνο είχε μείνει να την κοιτάζει καθώς είχε σφιχτεί πάνω του.
- Τι μου συμβαίνει... Ψιθύρισε. Η Φρέγια σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε στα μάτια. Ήταν ακόμα σκοτεινά.
- Λουκ, σε παρακαλώ. Θέλω πίσω τον αληθινό Λουκ! Του είπε εκείνη και τα μάτια της είχαν πλημμυρίσει με δάκρυα. Εκείνος ακόμα εμβρόντητος, πέρασε αργά το χέρι του μέσα από τα μαλλιά της.
- Φρέγια... Ψιθύρισε κοιτώντας την στα μάτια. Αμέσως μετά ένιωσε έναν οξύ πόνο να τον διαπερνάει και την απομάκρυνε από πάνω του. Φύγε Φρέγια, φύγε δεν μπορώ να το ελέγξω! Φώναξε πιάνοντας σφιχτά το κεφάλι του.
- Όχι Λουκ, δεν θα πάω πουθενά δεν θα σε αφήσω! Του φώναξε εκείνη.
- Φρέγια δεν μπορώ, της είπε αδύναμα και έπεσε στα γόνατα κρατώντας το κεφάλι του. Η Φρέγια με γρήγορα βήματα έφτασε κοντά του.
- Μαζί θα τα καταφέρουμε! Είπε και του έπιασε σφιχτά το χέρι εκείνος την κοίταξε και έβγαλε ένα ουρλιαχτό πόνου. Η Φρέγια πήγε κοντά του και τον αγκάλιασε σφιχτά. Πάλεψέ το είμαι εδώ Λουκ, του ψιθύρισε. Εκείνος την κράτησε σφιχτά και μετά από λίγο βγήκε από την αγκαλιά της. Άνοιξε το στόμα του και με μία κραυγή ένα μαύρο σκοτεινό αέριο βγήκε από το στόμα του και διαλύθηκε. Εκείνος έπεσε εξαντλημένος στην αγκαλιά της Φρέγια.
- Λουκ, είσαι καλά; Μίλησέ μου! Του φώναξε εκείνη.
- Συγνώμη που σε πλήγωσα πριγκίπισσα, της είπε εκείνος και άνοιξε τα μάτια του. Εκείνη τον αγκάλιασε σφιχτά και εκείνος την αγκάλιασε πίσω.
- Μου αρκεί που είσαι καλά. Τα κατάφερες Λουκ. Του είπε βγαίνοντας από την αγκαλιά του, κρατώντας τα χέρια του χαμογελώντας του.
- Χάρη σε εσένα, της είπε χαμογελώντας. Σε ευχαριστώ που με βοήθησες να θυμηθώ ποιος είμαι ή μάλλον ποιος ελπίζω και θέλω να είμαι. Γιατί αν στην πραγματικότητα είμαι αυτό το τέρας τότε μισώ τον εαυτό μου, το πρόσωπό του σκοτείνιασε λέγοντας αυτά.
- Όχι Λουκ δεν είσαι έτσι. Δεν είσαι κακός το ξέρω! Εσύ δεν είσαι τέρας! Του είπε εκείνη.
- Και πως το ξέρεις; Πώς μπορείς να είσαι σίγουρη; Είδες τι σου έκανα πριν. Σε πλήγωσα σου φέρθηκα με έναν απαίσιο τρόπο. Κι εσύ λες ότι δεν είμαι τέρας; Της είπε εκείνος και πήγε να απομακρυνθεί από εκείνη, όμως τον σταμάτησε.
- Είμαι σίγουρη γιατί σε ξέρω! Ξέρω τον πραγματικό σου χαρακτήρα, μου έσωσες την ζωή Λουκ! Αν δεν ήσουν εσύ αυτή την στιγμή θα ήμουν νεκρή. Του είπε εκείνη, πιστεύοντας την κάθε λέξη που του έλεγε.
- Μην το λες αυτό δεν μπορώ ούτε να το σκέφτομαι! Της είπε και της χάιδεψε το πρόσωπο.
- Είναι η αλήθεια όμως Λουκ. Και επίσης το ξέρω ότι δεν είσαι αυτό το τέρας που λες, γιατί όπως μου έχεις πει κι εσύ, έκανε μία παύση του χάιδεψε το πρόσωπο και τον κοίταξε κατάματα, δεν βλέπω το σκοτάδι στα μάτια σου. Του είπε. Εκείνος της χαμογέλασε έπειτα έστρεψε το βλέμμα του προς το χέρι της που ήταν ματωμένο.
- Συγνώμη Φρέγια αλήθεια δεν ήθελα να σε πληγώσω. Ούτε σωματικά ούτε ψυχικά, πρόσθεσε ο Λουκ. Σηκώθηκε έφερε άλλο ένα κομμάτι καθαρό πανί και νερό καθάρισε προσεκτικά την πληγή της και την έδεσε απαλά με το καθαρό πανί. Έπειτα, πήρε το χέρι της και το φίλησε ακριβώς πάνω στο σημείο που την είχε τραυματίσει, πάνω από το λευκό πανί. Εκείνη του χαμογέλασε και τον αγκάλιασε.
- Σε ευχαριστώ που γύρισες πίσω σε μένα. Του ψιθύρισε.
- Σε ευχαριστώ που ήσουν εδώ να με περιμένεις, της είπε εκείνος και την αγκάλιασε τρυφερά. Έπειτα συμπλήρωσε, πάντα θα γυρίζω πίσω σε σένα...

Πέρα από τα όρια της πραγματικότηταςWhere stories live. Discover now