Το επόμενο βήμα

19 4 8
                                    

Μόλις η Φρέγια άνοιξε τα μάτια της, το πρώτο πράγμα που αντίκρυσε, ήταν το όμορφο πρόσωπο του Λουκ. Κοιμόταν γαλήνια, καθώς την κρατούσε ακόμα στην αγκαλιά του και  η ανάσα του, έπεφτε βαριά πάνω στον λαιμό της. Η Φρέγια δεν θέλησε να τον ξυπνήσει, έτσι έμεινε για λίγα λεπτά ακόμα να τον παρατηρεί κι έπειτα σηκώθηκε αθόρυβα και προσεκτικά από το κρεβάτι, για να μην προκαλέσει κι άλλο πόνο στο ήδη πληγωμένο σώμα της. Κατευθύνθηκε προς το μικρό σαλονάκι, όπου και βρήκε την μητέρα της συντροφιά με την Γκριχίλντα. Οι δύο γυναίκες μόλις την είδαν να πλησιάζει έστρεψαν το βλέμμα τους προς το μέρος της. Η Λορέιν σηκώθηκε αυτόματα όρθια και την πλησίασε προσφέροντάς της βοήθεια, όμως η Φρέγια της έκανε νόημα ότι ήταν εντάξει. Βολεύτηκε σε μία πολυθρόνα κοντά στο τζάκι και αφού τις καλημέρισε σκέφτηκε με προσοχή, τα λόγια που θα χρησιμοποιούσε.
- Μετά από όλο αυτό που έγινε, θέλω να ξέρετε ότι δεν θα σταματήσω. Από πριν ήθελα να φτάσω στον στόχο μου, όμως τώρα δεν το θέλω απλά νιώθω ότι είναι χρέος μου. Όλο αυτό πρέπει να σταματήσει. Χρόνος δεν υπάρχει. Όσο καθόμαστε άπραγοι, καθημερινά αθώοι άνθρωποι βασανίζονται και θανατόνονται. Θέλω να μου πείτε, πού και ποιο είναι το επόμενο μέρος που πρέπει να πάω. Οι δύο γυναίκες την κοιτούσαν έκπληκτες, καθώς πίστευαν ότι μετά από όλη αυτή την περιπέτεια, η Φρέγια θα είχε τρομοκρατηθεί και θα ήθελε να παραιτηθεί από τον στόχο της. Τον λόγο πήρε η Λορέιν.
- Φρέγια μου, είσαι ακόμα αδύναμη. Δεν γίνεται να ταξιδέψεις και να κουραστείς στην κατάστασή σου. Πρέπει πρώτα να θεραπευτούν οι πληγές σου και να αναρρώσει το σώμα σου και μετά βλέπουμε.
- Μετά βλέπουμε; Όχι μητέρα δεν υπάρχει χρόνος σου το ξανά είπα! Όσο εγώ αναρρώνω όπως λες, θα συνεχίσουν να τιμωρούνται αθώοι! Η Φρέγια είχε υψώσει τον τόνο της φωνής της, όμως μετά από λίγο ηρέμησε και προσπάθησε να κάνει την μητέρα της να καταλάβει. Μητέρα ξέρω ότι φοβάσαι και ανησυχείς για μένα, όμως δεν γίνεται αλλιώς κατάλαβέ το. Η προφητεία πρέπει να εκπληρωθεί με κάθε κόστος... Η Λορέιν άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος της κόρης της και έσφιξε δυνατά τα δικά της χέρια, γνέφοντας καταφατικά.
- Εντάξει. Ξέρω ότι έχεις δίκιο κορίτσι μου, όμως δεν θέλω να σου ξανά κάνουν κακό. Θα είμαι στο πλευρό σου όμως, Φρέγια. Θα σε βοηθήσω σε ότι χρειαστείς, για να εκπληρώσεις την προφητεία. Η Φρέγια της χαμογέλασε και η Λορέιν ανταπέδωσε. Η Γκριχίλντα πήρε κι εκείνη μέρος στην συζήτηση.
- Εννοείται πώς κι εγώ θα σε βοηθήσω σε ότι χρειαστείς! Κορίτσι μου έχεις έναν ιερό σκοπό και είναι χρέος όλων μας, να σε βοηθήσουμε με όποιο τρόπο μπορούμε. Στο δωμάτιο μπήκαν η Γκρέις και η Αλίσια κρατώντας μια τσαγιέρα και μερικά φλυτζάνια.
- Φρέγια! Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω τόσο καλύτερα! Της είπε η Γκρέις και την αγκάλιασε τρυφερά, η κοπέλα ανταπέδωσε και ύστερα, έστρεψε το βλέμμα της προς την Αλίσια. Εκείνη την κοίταξε και ύστερα χαμήλωσε το βλέμμα της στο πάτωμα. Η Φρέγια σηκώθηκε όρθια και την πλησίασε.
- Αλίσια, δεν θέλω να νιώθεις άσχημα. Σου είμαι ευγνώμων που μπόρεσες να ξανά βρεις τον εαυτό σου την κατάλληλη στιγμή κι έτσι με έσωσες. Χαίρομαι πραγματικά που είσαι εδώ μαζί μας. Της είπε καλοσυνάτα η Φρέγια και ένα γλυκό χαμόγελο, σχηματίστηκε στο πρόσωπο της Αλίσια.
- Αλήθεια δεν ήθελα να σου κάνω κακό, συγνώμη για όλα αυτά Φρέγια. Της είπε.
- Μην ανησυχείς. Εννοείται ότι δεν σου κρατάω κακία, λέω να τα ξεχάσουμε όλα αυτά και να κάνουμε μια νέα αρχή! Τι λες; Θα το ήθελες αυτό; Την ρώτησε χαμογελαστά η Φρέγια. Η Αλίσια αμέσως, έγνεψε καταφατικά και χαμογέλασε.
- Φυσικά και το θέλω! Σε ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δίνεις Φρέγια. Της είπε και κάπου εδώ, φαινόταν ότι ανάμεσα στις δύο κοπέλες, θα αναπτυσσόταν ένας ισχυρός δεσμός. Φυσικά στην παρέα θα ήταν και η Γκρέις, που ήδη είχε αρχίσει να τα πηγαίνει πολύ καλά με την Αλίσια.
- Λοιπόν τι λέτε να πιούμε ένα φλυτζάνι τσάι; Έχει και λίγο κρύο έξω αυτό θα μας ζεστάνει. Φρέγια που είναι ο Λουκ; Μήπως θέλει κι εκείνος λίγο τσάι; Ρώτησε η Γκρέις. Η Φρέγια ένιωσε αμέσως τα μάγουλά της να κοκκινίζουν, καθώς ο Λουκ κοιμόταν στο κρεβάτι της. Δεν πρόλαβε όμως να απαντήσει και ο Λουκ ξεπρόβαλλε στην πόρτα.
- Με ψάχνετε; Εδώ είμαι. Απάντησε καθώς έτριβε τα μάτια του. Εσύ γιατί σηκώθηκες; Ξύπνησα δεν σε βρήκα κι ανησύχησα. Είσαι ακόμα αδύναμη, Φρέγια. Είπε ο Λουκ, καθώς την πλησίασε. Αμέσως η Φρέγια ένιωσε τα βλέμματα όλων πάνω της.
- Τι με κοιτάζετε όλοι έτσι; Απλά ο Λουκ καθόταν δίπλα από το κρεβάτι για να με προσέχει, επειδή ήθελε να σιγουρευτεί ότι είμαι καλά και δεν πονάω κι επειδή εγώ τον λυπήθηκα γιατί θα πονούσε η μέση του όλο το βράδυ στην καρέκλα, του έκανα λίγο χώρο στο κρεβάτι και ξάπλωσε. Αυτό είναι όλο. Εξήγησε κομπιάζοντας, μιλώντας γρήγορα και μπερδεύοντας τα λόγια της η Φρέγια, κάτι που φανέρωνε την ταραχή της. Το πονηρό βλέμμα της Γκρέις όμως, έδειχνε πως δεν είχε πειστεί με αυτή την δικαιολογία.
- Μάλιστα και κοιμηθήκατε αγκαλίτσα λοιπόν; Είπε απευθυνόμενη στον Λουκ και την Φρέγια και ενώ ο Λουκ πήγε να απαντήσει, η Φρέγια τον κατακεραύνωσε με το βλέμμα της οπότε το ξανά σκέφτηκε και αποφάσισε, πως ήταν καλύτερο να μιλήσει εκείνη.
- Όχι Γκρέις τι είναι αυτά που λες; Έκανα μόνο λίγο χώρο στον Λουκ όπως θα έκανα και σε εσένα αν κοιμόσουν στην καρέκλα, αυτό είναι όλο. Μην βγάζεις σενάρια και ιστορίες εκεί που δεν υπάρχουν! Απάντησε με νεύρο η Φρέγια.
- Εντάξει καλέ ηρέμησε! Πώς κάνεις έτσι; Της είπε η Γκρέις. Η Φρέγια πετάρισε τα μάτια της και άλλαξε συζήτηση.
- Λοιπόν επειδή έχουμε πολύ πιο σημαντικά θέματα από το αν κοιμήθηκα αγκαλιά με τον Λουκ, που δεν κοιμήθηκα, τέλος πάντων. Το σημαντικό είναι να συνεχίσουμε την αποστολή μας. Και για να το καταφέρουμε αυτό, πρέπει να μου πείτε πού πρέπει να πάω. Είπε απευθυνόμενη στην μητέρα της και στην Γκριχίλντα. Τον λόγο πήρε η Γκριχίλντα.
- Φρέγια το μέρος που πρέπει να πας είναι γεμάτο θρύλους. Εκεί θα ανακαλύψεις αν οι θρύλοι είναι αληθινοί ή όχι. Λένε ότι εκεί ζουν πλάσματα που έχουν την δύναμη, να σου κλέψουν μια για πάντα την φωνή σου. Τα τραγούδια είναι η δύναμή τους. Αυτά τα πλάσματα βρίσκονται πάνω από τις κούνιες των μωρών και ακούν κάθε νανούρισμα που σιγοψιθυρίζουν οι μητέρες, κάθε μοιρολόι πάνω από κάθε τάφο αγαπημένου προσώπου που αποτυπώνει την θλίψη, βρίσκονται παντού. Σε χαρές και λύπες. Η μεγάλη τους δύναμη, είναι ότι μπορούν να σου μεταδώσουν, τα συναισθήματα που έχουν αφομοιώσει μέσα από  τραγούδια κάθε είδους, που έχουν ακούσει. Αυτό που χρειάζεσαι από εκεί, είναι ένας και μόνο στίχος. Ένας στίχος που πρέπει να αποσπάσεις από τα πλάσματα, που ζουν στο σκοτάδι αλλά και στο φως. Αυτός ο στίχος θα σε οδηγήσει ένα βήμα πιο κοντά, στον τελικό σου στόχο. Να θυμάσαι όμως Φρέγια, ότι δεν είναι εύκολο. Σε όλη την διάρκεια δεν πρέπει να μιλήσεις, να ψιθυρίσεις, να ουρλιάξεις ή να τραγουδήσεις καθόλου. Πρέπει να ξεχάσεις ότι έχεις φωνή, αν θες να την έχεις όταν φύγεις από εκεί. Δεν μπορείς να τους μιλήσεις, παρά μόνο να τα κάνεις να σου δώσουν, αυτό το πολυπόθητο δώρο. Θυμήσου η Ασημένια Κοιλάδα δεν είναι ένα μέρος βγαλμένο από παραμύθι, είναι η ίδια το παραμύθι και σε αντίθεση με αυτά που διάβαζες και άκουγες μικρή, τα παραμύθια μπορούν να γίνουν σκοτεινά. Η Φρέγια άκουγε με προσοχή τα λόγια της Γκριχίλντα και τώρα αναρωτιόταν, τι είδους πλάσματα ήταν αυτά.
- Καταλαβαίνω από όλα αυτά που μου είπατε κυρία Γκριχίλντα, ότι  θα είναι μία ακόμα μεγάλη περιπέτεια και μάλιστα επικίνδυνη. Όμως πείτε μου, τι πλάσματα είναι αυτά στα οποία αναφέρεστε; Τι θα συναντήσουμε εκεί; Η Γκριχίλντα, πήρε μία βαθιά ανάσα κι έπειτα βγήκε από το δωμάτιο. Όταν επέστρεψε κρατούσε στα χέρια της, ένα μεγάλο χοντρό βιβλίο. Το άφησε ανοιγμένο σε μια συγκεκριμένη σελίδα, στα χέρια της Φρέγια. Εκείνη το κοίταξε προσεκτικά και είδε να αναγράφεται ένα όνομα με έντονα γράμματα
"Σκοτεινοί Διηγητές"...

Πέρα από τα όρια της πραγματικότηταςWhere stories live. Discover now