Η φλόγα της ελπίδας

24 3 12
                                    

Τα δάκρυα της Φρέγια έρρεαν από τα μάτια της, σαν το νερό της βροχής. Κοιτούσε το πρόσωπο του Λουκ χωρίς να πιστεύει ότι αντίκρυζε και πάλι τα πανέμορφα μάτια του. Το χέρι του που το κρατούσε ακόμη σφιχτά μέσα στο δικό της, της μετέδιδε μια ευχάριστη ζεστασιά. Ένιωθε ότι η καρδιά της θα σπάσει, άπλωσε διστακτικά το χέρι της προς το πρόσωπό του, φοβούμενη ότι μόλις το αγγίξει, το όνειρό της θα εξαφανιστεί θα γίνει στάχτη. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Λουκ είχε επιστρέψει κοντά της. Αγγίζοντας επιτέλους το πρόσωπό του, ένιωσε την ζεστασιά του, το απαλό του δέρμα. Αυτή τη φορά έκλαιγε από χαρά, από έκπληξη. Ο Λουκ είχε σηκώσει τώρα το σώμα του στο ύψος της καθώς εκείνη ήταν γονατισμένη δίπλα του. Η κοπέλα άγγιζε το πρόσωπό του και τον κοιτούσε σοκαρισμένη ώσπου, έπεσε με δύναμη πάνω του τυλίγοντας τα χέρια της γύρω του και αφήνοντας τον εαυτό της, να ξεσπάσει σε αναφιλητά. Τον έσφιγγε πάνω της προσπαθώντας να τον νιώσει να τον αισθανθεί, εκείνος πέρασε τα χέρια του γύρω της και ανάμεσα στα μαλλιά της. Προσπαθούσε να την ηρεμήσει, όμως ήταν αδύνατον. Πριν λίγα λεπτά ο Λουκ ήταν σχεδόν νεκρός και τώρα είχε θεραπευτεί πλήρως, το σοκ ήταν μεγάλο για την Φρέγια, αλλά και για τον ίδιο. Ένιωθε σαν να είχε ξυπνήσει από κάποιο τρελό όνειρο. Δεν ένιωθε καθόλου πόνο στο σώμα του, παρόλο που πριν λίγα λεπτά το σώμα του ήταν γεμάτο πληγές.
- Ηρέμησε αγάπη μου, ηρέμησε είμαι καλά. Της είπε ο Λουκ χαϊδεύοντας τρυφερά τα μαλλιά της. Ο Λουκ προσπαθούσε στ' αλήθεια να ηρεμήσει την Φρέγια, αλλά και να συνειδητοποιήσει ο ίδιος ότι στην κυριολεξία είχε σωθεί από θαύμα. Η κοπέλα στο άκουσμα της φωνής του, απομάκρυνε το σώμα της από το δικό του κι έμεινε να τον κοιτάζει χαϊδεύοντας το πρόσωπό του, με τα δάκρυα να κυλούν ακόμα στο πρόσωπό της.
- Λουκ... Ψέλλισε με τρεμάμενη φωνή καθώς ακόμα, δεν μπορούσε να ελέγξει την ανάσα της. Εκείνος σκούπισε με τους αντίχειρές του τα δάκρυα από τα μάτια της, και φίλησε το χέρι της που κρατούσε σφιχτά στο δικό του. Είσαι ζωντανός, δεν το πιστεύω. Νόμιζα ότι σε έχασα για πάντα. Του είπε.
- Ναι είμαι ζωντανός. Ησύχασε Φρέγια μου, όλα είναι εντάξει τώρα. Της είπε αγκαλιάζοντάς την για μια ακόμα φορά. Ήταν η φωνή του Ίθαν που ακούστηκε στη σιωπή.
- Λουκ αδελφέ μου, είσαι καλά δεν το πιστεύω. Νόμιζα πως ήταν πολύ αργά πια, ότι σε έχασα όπως χάσαμε τη μαμά. Του είπε. Ο Λουκ σηκώθηκε όρθιος, αφήνοντας την Φρέγια για λίγο και πλησίασε τον αδελφό του, που προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Οι δυο τους αγκαλιάστηκαν σφιχτά.
- Δεν γλιτώνεις τόσο εύκολα από μένα, δεν το ήξερες; Αστειεύτηκε ο Λουκ, χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη.
- Και ποιος σου είπε ότι θέλω να γλιτώσω; Του είπε ο Ίθαν, που ακόμα βρισκόταν κι εκείνος σε σοκ.
- Όλα καλά ηρέμησε. Του είπε ο Λουκ και τον τράβηξε ξανά στην αγκαλιά του. Σε ευχαριστώ που κράτησες την υπόσχεσή σου. Του είπε. Σαν απάντηση πήρε ένα νεύμα από τον Ίθαν και ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη. Η επόμενη αγκαλιά που δέχτηκε ήταν από την Γκρέις.
- Λουκ, χαίρομαι τόσο πολύ που είσαι καλά. Δεν μπορώ να το πιστέψω! Αναφώνησε η Γκρέις που του έκανε μια σφιχτή αγκαλιά. Ο νεαρός ανταπέδωσε την αγκαλιά και της χαμογέλασε γλυκά.
- Ναι είναι παράξενο, ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που συνέβη... Εξέφρασε ειλικρινά τις σκέψεις του, ο Λουκ. Στην συνέχεια το βλέμμα του έπεσε πάνω στην Φρέγια, που βρισκόταν ακόμα στο ίδιο σημείο, αμίλητη και σοκαρισμένη. Μπορεί πλέον πάνω του να μην υπήρχε ίχνος αίματος, όμως η κοπέλα είχε ακόμα στα χέρια της το αίμα του. Ήταν γεγονός ότι οι πληγές του, είχαν θεραπευτεί ως δια μαγείας όμως το αίμα του υπήρχε ακόμα και είχε ποτίσει στο έδαφος αλλά και στο φόρεμα της κοπέλας. Την πλησίασε με αργά βήματα και πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά της. Εκείνη έστρεψε το βλέμμα της πάνω του. Τα μάτια της ήταν ακόμα κατακόκκινα και δακρυσμένα.
- Έλα εδώ. Της είπε και την έβαλε μέσα στην αγκαλιά του. Εκείνη τοποθέτησε το κεφάλι της στο στήθος του και άρχισε να κλαίει βουβά έχοντας τα χέρια της γύρω από τους ώμους του.
- Ήσουν νεκρός... Ψέλλισε μέσα από τα δάκρυά της. Η καρδιά σου δεν χτυπούσε, και ήσουν καλυμμένος με αίμα. Έλεγε με χαμένο βλέμμα.
- Φρέγια μου, πρέπει να ξεχάσεις αυτή την εικόνα. Δεν καταλαβαίνω, δεν ξέρω πως αλλά είμαι εδώ. Δες είμαι ζωντανός και δεν έχω καμία πληγή στο σώμα μου! Της είπε προσπαθώντας να την καθησυχάσει. Η κοπέλα τον κοίταξε με θλιμμένο βλέμμα.
- Είσαι εδώ... Είναι όνειρο έτσι; Θα ανοίξω τα μάτια μου και θα κρατάω το άψυχο σώμα σου... Είπε και άρχισε και πάλι να κλαίει. Ο Λουκ την αγκάλιασε γρήγορα σφίγγοντάς την πάνω του.
- Όχι αγάπη μου, όχι. Είμαι εδώ, δεν είναι όνειρο. Σε παρακαλώ δεν μπορώ, δεν αντέχω να σε βλέπω έτσι. Της είπε.
- Μην με αφήνεις... Ήταν η μόνη απάντηση που ήρθε από την κοπέλα. Ο Λουκ καθώς την κρατούσε στην αγκαλιά του, ένιωσε το βάρος της να πέφτει πάνω του. Την απομάκρυνε από την αγκαλιά του κρατώντας την, για να συνειδητοποιήσει αμέσως, ότι είχε χάσει τις αισθήσεις της.
- Φρέγια, αγάπη μου. Με ακούς; Την ρωτούσε. Όμως δεν έλαβε καμία απάντηση. Την σήκωσε στην αγκαλιά του και κατευθύνθηκαν όλοι μαζί προς το σπίτι της Γκριχίλντα, όπου κάποτε έμενε και η Λορέιν. Φτάνοντας στο σπίτι έβαλαν την Φρέγια να ξαπλώσει κι έπειτα εξήγησαν στην γιαγιά της Γκρέις τι συνέβη. Ο Λουκ ήταν καθισμένος δίπλα από το κρεβάτι της Φρέγια, κρατώντας το χέρι της. Από το μυαλό του πέρασαν σαν σκηνές από ταινία, όσα είχαν συμβεί. Θυμήθηκε το απόκοσμο και αηδιαστικό γέλιο των κυνηγών, καθώς και τα χτυπήματα που διαδέχονταν το ένα το άλλο, στο σώμα του. Από τις σκέψεις του τον έβγαλε η φωνή της Φρέγια.
- Λουκ... Ψιθύρισε.
- Εδώ είμαι αγάπη μου. Της είπε εκείνος φιλωντας το χέρι της. Η κοπέλα του χαμογέλασε βεβιασμένα. Είσαι εντάξει; Πονάς κάπου; Τον ρώτησε καθώς είχε θυμηθεί ακριβώς τα γεγονότα, έχοντας την ανησυχία αποτυπωμένη στο πρόσωπό της.
- Είμαι καλά και δεν πονάω, ησύχασε. Της είπε εκείνος. Η Φρέγια ανακουφισμένη από την δήλωσή του πλέον χαμογελούσε αληθινά. Είσαι ζωντανός! Αναφώνησε συνειδητοποιώντας το θαύμα. Ανασήκωσε απότομα το σώμα της από το κρεβάτι, και τον αγκάλιασε σφιχτά για μία ακόμη φορά. Τα χέρια του πέρασαν μέσα από τα μαλλιά της και γύρω από τη μέση της, ενώ τα δικά της γύρω από το λαιμό του. Η κοπέλα τον κοιτούσε με μάτια που έλαμπαν. Τα χείλη της ακούμπησαν απαλά τα δικά του. Το φιλί τους ήταν γεμάτο αγάπη. Σε ευχαριστώ αγάπη μου, σε ευχαριστώ που γύρισες κοντά μου. Του είπε κοιτώντας τον στα μάτια.
- Δεν γινόταν να μην γυρίσω, δεν ήταν αυτό το τέλος που ονειρευτήκαμε. Της είπε τοποθετώντας μία τούφα από τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της.
- Τώρα ξέρω πως θα τα καταφέρουμε. Λίγο έμεινε μέχρι το ευτυχισμένο τέλος μας... Του απάντησε εκείνη, με μία δυνατή φλόγα ελπίδας να έχει γεννηθεί στις καρδιές τους.

Πέρα από τα όρια της πραγματικότηταςOù les histoires vivent. Découvrez maintenant