Η Φρέγια προχωρούσε γρήγορα στο μονοπάτι. Τα πόδια της, την οδηγούσαν μόνα τους χωρίς την παραμικρή προσπάθεια να τα ελέγξει. Ένα ισχυρό αίσθημα φόβου την είχε κατακλύσει. Στο τέλος του μονοπατιού εκεί κοντά στην θάλασσα, την περίμενε κάτι. Ίσως να ήταν αυτό που μπορούσε να καταστρέψει τα πάντα γύρω της, ίσως να ήταν αυτό που θα έφερνε το τέλος. Δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν, όμως η εικόνα από εκείνο το όραμα ερχόταν ξανά και ξανά στο μυαλό της και της προκαλούσε τρομερή ταραχή. Η ανάσα της ήταν γρήγορη καθώς εφτανε στο τέλος του μονοπατιού και η καρδιά της τρεμόπαιζε σαν την φλόγα ενός αδύναμου κεριού. Αντίκρυσε την θάλασσα κάτι που σήμαινε ότι είχε φτάσει στην αποκάλυψη αυτού που την περίμενε. Βρισκόταν αντίκρυ από τον φόβο πλέον. Εκεί στο βάθος διέκρινε μία φιγούρα να κείτεται ακίνητη πάνω στα βράχια. Γύρω υπήρχαν μαυροφορεμένοι άνθρωποι, και τα τρία παιδιά αναγνώρισαν αμέσως τις μορφές των Κυνηγών. Η Φρέγια είχε καρφώσει το βλέμμα της πάνω στην θολή φιγούρα που βρισκόταν αναίσθητη. Εκείνη τη στιγμή δεν την ένοιαζε τίποτα, ούτε αν βρίσκονταν σε εκείνο το σημείο τόσοι Κυνηγοί ούτε τίποτα. Ήθελε μόνο να τρέξει με όλη της την δύναμη και να διαπιστώσει ότι εκείνος δεν ήταν ο Λουκ. Ότι ήταν καλά, ότι ο μεγαλύτερός της φόβος δεν είχε πάρει σάρκα και οστά... Και αυτό ακριβώς έκανε. Άρχισε να τρέχει με όλη της την δύναμη προς το μέρος του, αψηφώντας κάθε κίνδυνο. Μόλις οι Κυνηγοί την είδαν σάστισαν, όμως κινήθηκαν γρήγορα προσπαθώντας να την σταματήσουν. Ενστικτωδώς η κοπέλα, σήκωσε το χέρι της κι αμέσως μία ελαφριά δίνη, τους έριξε στο έδαφος. Έφτασε επιτέλους εκεί. Παντού υπήρχε αίμα. Ο νεαρός έμοιαζε νεκρός... Η Φρέγια ένιωσε να την εγκαταλείπουν οι δυνάμεις της και τα πόδια της να λυγίζουν. Γονάτισε δίπλα του. Το πρόσωπό του ήταν καλυμμένο με ένα κόκκινο πανί στο χρώμα του αίματος. Η Φρέγια δεν είχε ακόμη δει το πρόσωπό του, όμως παρόλα αυτά ένιωθε την ανάσα της νο κόβεται και την καρδιά της να πονάει. Διαισθανόταν ότι ήταν εκείνος, όμως μέσα της υπήρχε μια κρυφή ευχή που την κρατούσε ακόμα. Τα μάτια της είχαν πλημμυρίσει με δάκρυα καθώς τα τρεμάμενα χέρια της, αφαιρούσαν το κόκκινο πανί... Αντικρύζοντας το πρόσωπό του, ένιωσε σαν το πιο μυτερό μαχαίρι να είχε μπει στην καρδιά της και να την ξέσκιζε σε κομμάτια. Τα δάκρυα κυλούσαν πλέον καθαρά στο πρόσωπό της.
- Λουκ... Ψέλλισε. Άπλωσε το τρεμάμενο χέρι της στο ματωμένο πρόσωπό του και τον χάϊδεψε απαλά. Η ανάσα της δεν έβγαινε πια. Η Φρέγια άρχισε να κλαίει με λυγμούς κι έπεσε πάνω στο ματωμένο σώμα του Λουκ σκεπάζοντάς το με το κορμί της. Λουκ... Μίλησέ μου σε παρακαλώ, άνοιξε τα μάτια σου! Άρχισε να λέει μέσα από τους λυγμούς της. Σε παρακαλώ μην με αφήνεις. Αγάπη μου... Μείνε κοντά μου σε παρακαλώ... Όχι! Δεν μπορεί να είσαι νεκρός! Λουκ! Ξύπνα! Λουκ! Άρχισε να φωνάζει σε κατάσταση υστερίας καθώς τον κουνούσε, ελπίζοντας εκείνος να δώσει έστω ένα σημάδι ζωής. Όμως αυτό δεν έγινε ποτέ... Ο Ίθαν και η Γκρέις προσπάθησαν να την συγκρατήσουν, καθώς κι εκείνοι έκλαιγαν. Ο Ίθαν αγκάλιασε την Φρέγια σε μια προσπάθεια να την ηρεμήσει, να την συγκρατήσει αλλά και γιατί πίστευε ότι χρειαζόταν όσο τίποτα μια αγκαλιά. Η κοπέλα είχε ξεσπάσει σε λυγμούς και σχεδόν δεν ανέπνεε. Εκείνη την στιγμή οι Κυνηγοί τους περικύκλωσαν. Το σώμα της Φρέγια σταμάτησε να συσπάται από τους λυγμούς της και στράφηκε προς εκείνους. Η λύπη της για τον χαμό του πιο αγαπημένου της προσώπου, είχε φουντώσει μέσα της ένα κύμα τεράστιου θυμού. Άρχισε να απομακρύνεται με πίσω βήματα προς τον γκρεμό που ακριβώς από κάτω βρισκόταν η θάλασσα. Τα μάτια της ήταν κλειστά καθώς βημάτιζε προς τα πίσω. Ξαφνικά άνοιξε τα χέρια της προς τα αριστερά και τα δεξιά της και άρχισε ένας δυνατός άνεμος. Τα μάτια της ήταν ακόμα κλειστά. Τα μαλλιά της παρασύρονταν από τον βίαιο άνεμο που έσκιζε την θάλασσα στα δύο. Το σώμα της Φρέγια άρχισε να ανυψώνεται προς τα πάνω δεν ακουμπούσε πλέον έδαφος, βρισκόταν ακριβώς πάνω από την θάλασσα. Η Γκρέις και ο Ίθαν φώναζαν το όνομά της, αλλά δεν υπήρξε κανένα αποτέλεσμα. Μόλις η κοπέλα άνοιξε επιτέλους τα μάτια της τρόμος τους κατέκλεισε όλους. Η πράσινη ζωντάνια που πάντα βρισκόταν εκεί είχε εξαφανιστεί και την θέση της είχε πάρει μία λευκή απόχρωση που την συνόδευε μια έντονη λάμψη... Το βλέμμα της ήταν κενό δεν διέκρινες συναισθήματα σαν να μην ήταν πλέον άνθρωπος. Όταν μίλησε η φωνή της ακούστηκε εντελώς απόκοσμη...
- Μου πήρατε ότι αγαπώ τώρα θα το πληρώσετε! Φώναξε και την αμέσως επόμενη στιγμή με μία κίνηση του χεριού της σήκωσε ένα πελώριο κύμα από την θάλασσα στρέφοντάς το προς τους Κυνηγούς καθώς ο αέρας χτυπούσε τα πάντα ανελέητα. Τότε άκουσε μία γνώριμη φωνή...Δεν είσαι εσύ αυτή Φρέγια πρέπει να συνέλθεις.
Στο άκουσμα εκείνης της φωνής η Φρέγια ένιωσε ξανά να την κατακλύζουν συναισθήματα. Ήταν η φωνή της μητέρας του Λουκ. Έτσι της απάντησε με την ίδια όμως απόκοσμη φωνή.
- Ο Λουκ είναι νεκρός... Γιατί να συνέλθω και να τους λυπηθώ; Εκείνοι τον σκότωσαν! Τώρα θα αφαιρέσω τις άθλιες ζωές τους, που μόνο δυστυχία και πόνο προκαλούν...Φρέγια... Ο πόνος είναι αφόρητος, το γνωρίζω πολύ καλά. Το παιδί μου κείτεται εκεί μέσα στο αίμα... Ξέρω πόσο τον αγαπάς, όπως κι εκείνος σε αγαπάει με όλη του την καρδιά...
-Εξαιτίας τους όμως τον έχασα... Δεν αντέχω τόσο πόνο... Θέλω να τα σβήσω όλα, να μην νιώθω τίποτα!
Φώναξε η Φρέγια.Φρέγια, όσο οδυνηρό κι αν είναι δεν πρέπει να σταματήσεις να αισθάνεσαι... Κι επιπλέον, το τέλος δεν γράφτηκε ακόμα... Μην ξεχνάς την πιο ισχυρή δύναμη Φρέγια. Την δύναμη της αγάπης...
- Και τι μπορεί να κάνει η δύναμη της αγάπης ενάντια στον θάνατο; Ρώτησε τότε η κοπέλα.
Θυμήσου Φρέγια. Θυμήσου... Θαύματα μπορούν να συμβούν...
Και εκείνη ακριβώς την στιγμή με αυτά τα λόγια στο μυαλό της Φρέγια ήρθε μία ακόμα ανάμνηση... Έστρεψε το βλέμμα της προς τον Λουκ. Η καρδιά της πάγωσε για μία ακόμα φορά. <<Μπορούν να συμβούν θαύματα >> ψέλλισε κοιτάζοντάς τον. Ένιωσε την καρδιά της να ζεσταίνει ξανά και η φωνή της πήρε ξανά τον απαλό της ήχο. Τα μάτια της απέκτησαν ξανά την σμαραγδένια απόχρωσή τους και το σώμα της προσγειώθηκε πίσω στο έδαφος. Κατευθύνθηκε προς το ακίνητο σώμα του Λουκ. Γονάτισε για μια ακόμη φορά δίπλα του και τα μάτια της πλημμύρισαν και πάλι με δάκρυα. Τέντωσετο χέρι της και χάϊδεψε απαλά το πρόσωπό του. Έσκυψε κοντά του έφερε το πρόσωπό της δίπλα στο δικό του και ψιθύρισε στο αυτί του.
- Θαύματα γίνονται. Σε παρακαλώ γύρνα κοντά μου... Τον κοιτούσε και ευχόταν να συμβεί στ' αλήθεια το θαύμα της. Έφερε τα χείλη της πάνω στα ματωμένα δικά του αφήνοντάς του ένα φιλί. Την αμέσως επόμενη στιγμή κράτησε σφιχτά στα χέρια της το φλασκί που περιείχε το Υγρό Θαύμα που δεν ήταν άλλο από νερό και από τις Τρεις Μαγεμένες Πηγές. Τα χέρια της έτρεμαν καθώς πλησίαζε το φλασκί στα χείλη του Λουκ. Έγειρε το φλασκί και άφησε να πέσουν μερικές σταγόνες στο εσωτερικό των χειλιών του.
- Σε παρακαλώ αγάπη μου, γύρνα σε μένα. Ψιθύρισε κρατώντας σφιχτά το χέρι του. Το τρεμόπαιγμα των ματιών του Λουκ έκανε την καρδιά της Φρέγια να σκιρτήσει... Οι πληγές στο σώμα του άρχισαν σαν θαύμα ως δια μαγείας να θεραπεύονται, και το χρώμα του Λουκ να επανέρχεται στο φυσιολογικό του. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει, προδίδοντας ότι η ζωή είχε επιστρέψει στο σώμα του. Στο άνοιγμα των ματιών του, η Φρέγια ένιωσε ότι η ομορφιά επέστρεψε στον κόσμο...
ESTÁS LEYENDO
Πέρα από τα όρια της πραγματικότητας
Fantasía🥇1η θέση στον Χριστουγεννιάτικο διαγωνισμό του 2020!🥇 Η Φρέγια είναι μια νεαρή κοπέλα που ζει στα μέσα του 18ου αιώνα και αντιμετωπίζει κατηγορίες που έχουν δημιουργηθεί μέσα από θρύλους και μύθους που την χρίζουν μαγισσα.. Ο όρος "μάγισσα" εκείνη...