Κεφάλαιο 9ο.

2.5K 268 4
                                    

   Όταν επέστρεψα στο μέρος που πριν λίγο στεκόμουν με τον Σταύρο εκείνος είχε φύγει. Μην έχοντας κάτι άλλο να κάνω επέστρεψα στο μαγαζί και την ώρα που έφτασα πέτυχα τους υπόλοιπους που έβγαιναν έξω.

«Που ήσουν; Ρε ξαφνικά δεν σε έβρισκα και ανησυχήσαμε…»

«Ο Σταύρος;» Διέκοψα την Ελένη χωρίς να τις δώσω λεπτομέρειες για το που είχα πάει.

«Μόλις έφυγε. Ήταν με την μηχανή αλλά αφού έχουμε ήδη δύο αυτοκίνητα δεν χρειάστηκε να πάρει κανέναν, χωράμε στα αυτοκίνητα…» Ναι σωστά, αλλά πραγματικά το τελευταίο που ενδιαφέρει είναι αν χωράμε στα αυτοκίνητα.

   Μισή ώρα μετά είχαμε επιστρέψει στο σπίτι. Εγώ γύρισα με τον Μάρκο και τον Άγγελο γιατί ήμουν κομμάτια και η Ελένη και οι άλλοι ήθελαν αν κάνουν πρώτα μια στάση για σουβλάκια πριν γυρίσουν. Στην διαδρομή οι δύο κολλητοί του Σταύρου μιλούσαν συνέχεια για ένα πάρτι που κανόνιζαν μέρες τώρα. Αύριο βράδυ «θα γίνει της πουτάνας» όπως ακριβώς είπε ο Μάρκος.

   Δύο μέρες τώρα στην Ελλάδα και δεν είχα σταματήσει να πίνω και να γίνομαι χάλια. Το πάρτι μου έλειπε τώρα…

   Ο Σταυρός φυσικά δεν ήταν εδώ. Αναμενόμενο… δεν μπορεί να κάτσει δίπλα σε ένα ‘τσουλάκι’ για πάνω από πέντε λεπτά… ο μαλάκας… Αναστέναξα και ανέβηκα τα σκαλιά αγνοώντας και τα δύο ζευγαράκια που αγκαλιά στους καναπέδες είχαν σταματήσει αν βλέπουν την ταινία τους και είχαν γυρίσει και με κοίταζαν. Η Χαρά και η Αλεξία πέταγαν φλόγες από τα μάτια τους έτοιμες να με κάψουν, ο Ηλίας πάλι με κοίταζε σαν λιγούρης με το βλέμμα καρφωμένο στους μηρούς μου αλλά εμένα με ένοιαζε μόνο η απογοήτευση στο πρόσωπο του Αλέξη.

   Πήδηξα στο κρεβάτι και έχωσα το πρόσωπό μου στο μαξιλάρι που σύντομα έγινε μούσκεμα από δάκρυα και μαύρο από την μάσκαρα… Από τη μία η συμπεριφορά του Αλέξη με σκότωνε, ήταν πραγματικά άδικος μαζί μου. Εκείνος και η Χαρά ήταν τα πιο κοντινά μου πρόσωπα και τώρα και οι δύο έδειχναν να έχουν απομακρυνθεί εντελώς από εμένα… οι σχέσεις μας να έχουν διαλυθεί δίχως γυρισμό. Από την άλλη τα λόγια του Σταύρου επαναλαμβάνονταν ξανά και ξανά κάνοντάς με να νοιώθω όλο και πιο σκουπίδι, ένα τίποτα.

   Ο ύπνος με πήρε έτσι ντυμένη, βαμμένη με τα παπούτσια και την γεύση του αλκοόλ και του εμετού να καίει το στόμα μου.

   Ξύπνησα από το δυνατό κλείσιμο της πόρτας του δωματίου. Γύρισα και είδα έναν Σταύρο πολύ διαφορετικό απ’ ότι συνήθως. Φαινόταν ταλαιπωρημένος, ψυχικά όχι σωματικά. Σίγουρα είχε πιεί. Δεν παραπατούσε όπως εγώ αλλά και πάλι φαινόταν χάλια. Με είχε δει άραγε που τώρα καθόμουν στο κρεβάτι; Γιατί δεν φαινόταν να αντιδρά καθόλου στην παρουσία μου.

Η Εκδρομή {GW15}Où les histoires vivent. Découvrez maintenant