Επίλογος

4.8K 332 76
                                    

   Ο Σταύρος γύρισε εκείνη τη νύχτα τη Μαρίνα στο σπίτι της για το αποχαιρετιστήριο πάρτι. Ο ίδιος δεν θα έμενε. Ήξερε πολύ καλά ότι έπρεπε ήδη να βρίσκετε μακριά από την Αθήνα. Μα ήθελε να είναι σίγουρος πως θα επιστρέψει ασφαλής και φυσικά να την χαιρετήσει ακόμη μία φορά.

   Σταμάτησε τη μηχανή κάτω από την πολυκατοικία που έμενε η Μαρίνα και την βοήθησε να κατέβει παίρνοντας την στην αγκαλιά. Για λίγο δεν μίλησε. Δεν υπήρχα εξ άλλου πολλά να πουν πλέον. Τα λόγια έμοιαζαν περιττά. Είχα ανάγκη όμως να δει το πρόσωπό της καλά για τελευταία φορά. Να είναι βέβαιος ότι δεν θα ξεχάσει ποτέ εκείνο το βλέμμα της που κατάφερνε να βγάλει ακόμα και από τον σκληρό και απόμακρο Σταύρο μια αθωότητα και ευαισθησία. Όχι, σίγουρα δεν θα την ξεχνούσε ποτέ.

«Μαρίνα μην κλαις» σκούπισε τα δάκρυα από τα μάγουλά της. Δεν μπορούσε να την βλέπει έτσι.

   Η Μαρίνα δεν άντεξε και χώθηκε στην αγκαλιά του.

   Κανείς από του δυο τους δεν έμοιαζε να μπορεί να πει την λέξη 'αντίο'. Εκείνος περίμενε να την δει να μπαίνει στο κτίριο και έπειτα γκάζωσε φεύγοντας μακριά. Η Μαρίνα ξέσπασε σε κλάματα. Όσο και αν δεν ήθελε να το πιστέψει αυτό που είχαν μόλις τελείωσε. Ένοιωθε σαν να της είχαν πάρει την αγάπη αυτή μέσα από τα χέρια. Σαν να μην είχα το χρόνο που ήθελε για προλάβει αν αποδεχτεί πως θα τον έχανε.

   Σκούπισε τα μάτια της και σουλουπώθηκε λίγο στον καθρέφτη του ασανσέρ. Χαμογέλασε πλατιά στον εαυτό της προσπαθώντας να κρύψει τον πόνο που ένοιωθε εκείνη τη στιγμή. Ήθελε να προσποιηθεί πως ήταν καλά. Πως τίποτα δεν είχε συμβεί.

   Άνοιξε την πόρτα και όλοι είχαν έρθει. Ακουγόταν μουσική και γενικά φαίνονταν όλοι να περνάνε όμορφα. Είδε την Ελένη να μιλάει με τον Χάρη. Ο Μάρκος στεκόταν πίσω την αγγίζοντας τρυφερά τους ώμους της. Η Μαρίνα ένοιωσε μια αφόρητη ζήλια μέσα της. Όχι φθόνο φυσικά. Χαιρόταν πολύ για την σκηνή που έβλεπε. Που πράγματι έδειχναν τόσο καλά μαζί. Μα ταυτόχρονα μέσα της ένοιωθε μια αδικία. Γιατί δηλαδή να μην είναι έτσι τα πράγματα και για εκείνη;

«Ήρθες Μαρινάκι;» ο Βασίλης μπήκε μπροστά της. «Ο Σταύρος; Άκουσα τη μηχανή. Ιδέα μου;»

«Με έφερε μέχρι εδώ μα δεν μπορούσε να μείνει. Είχε μια δουλειά.»

«Μαλακία! Μην στενοχωριέσαι μωρέ. Θα τον δεις αύριο.» της είπε συμπονετικά και της έδωσε ένα μπουκάλι μπύρας.

Η Εκδρομή {GW15}Donde viven las historias. Descúbrelo ahora