Ξύπνησα από φασαρία από τον κάτω όροφο. Θα μπορούσα να αναγνωρίσω το τσιριχτό γέλιο της Χαράς παντού. Κοίταξα στο κρεβάτι δίπλα μου. Απ’ ότι φαίνεται ο Σταύρος δεν επέστρεψε… Πήγα μέχρι το μπάνιο –που δυσκολεύτηκα λίγο να βρω- με την οδοντόβουρτσα στο στόμα και τα γυαλιά ηλίου στο πρόσωπό μου. Αυτός ο ήλιος που έμπαινε από τα παράθυρα ήταν τόσο εκτυφλωτικός που δεν με άφηνε να ανοίξω τα μάτια μου.
Πλύθηκα και κοίταξα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Ήμουν σκατά. Τα μαλλιά μου ανάκατα, τα μάτια μου κόκκινα και είχα κάτι άσχημες γρατσουνιές στο πηγούνι μου που πραγματικά δεν θυμάμαι πως βρέθηκαν εκεί.
Με τα γυαλιά στο κεφάλι, προχώρησα κάτω ξυπόλυτη.
«Άντε ρε… όλη μέρα θα κοιμάσαι; Τέσσερις είναι η ώρα» δεν το πιστεύω, μου κάνει και παράπονα η Χαρά από πάνω… Θεέ μου! Ανασήκωσα τους ώμους μου αδιαφορώντας για το γεγονός ότι ο Ηλίας δεν είχε πάρει τα μάτια του από τα πόδια μου…
«Έχει καφέ;» μουρμούρισα ακόμα νυσταγμένη.
«Ναι έλα θα σου βάλω» ο Αλέξης μπήκε στην κουζίνα και πήγε προς την καφετιέρα… περίεργο η ουρά του ονόματι Αλεξία δεν ήταν από πίσω του.
«Η μικρή που είναι;» πάλι καλά που δεν έκανα την γκάφα να απαντήσω ‘μπροστά σου!’ στον Ηλία που προφανώς δεν αναφερόταν σε μένα αλλά στην Αλεξία. Πρώτα μου κλέβει το αγόρι και μετά και το ψευδώνυμο… Καλά εντάξει, δεν είχε πάρει τίποτα από μένα… Εγώ ήμουν αυτή που έφυγε αφήνοντας τον ελεύθερο για την Αλεξία και όποια άλλη.
«Κοιμάται» είπε εκείνος αποφεύγοντας να με κοιτάξει. Έβαλε καφέ σε μια κούπα και μπόλικο γάλα, χωρίς ζάχαρη. Θυμόταν ακόμα πως έπινα τον καφέ μου… «Έτοιμη» θυμόταν ακόμα και ότι πίνω μόνο ζεστό καφέ, χειμώνα-καλοκαίρι.
«Το βράδυ θα πάμε στο Barracuda» είπε ο Ηλίας στον Αλέξη και ακόμα τα μάτια του ήταν πάνω μου. Μα πάει καλά ο Ηλίας; Έχει δίπλα του τη Χαρά γιατί κοιτάζει εμένα; Ο Αλέξης κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Έτσι όπως ήμασταν οι τέσσερις μας στην κουζίνα μου θύμισε τα παλιά.
«Μαρίνα εννοείται θα έρθεις! Το Barracuda είναι ένα φοβερό κλαμπάκι! Θα το λατρέψεις… Θα είμαστε εμείς, η Αλεξία, η Ελένη, ο Βασίλης και ο Χάρης. Όπως παλιά ρε…» Ναι μόνο που παλιά είμαστε ο Αλέξης και η Μαρίνα, όχι και η Αλεξία. «Θα πιούμε μέχρι να γίνουμε κομμάτια. Τέλεια θα είναι!»
«Δεν ξέρω ρε Χαρά…»
«Τι δεν ξέρεις μωρέ. Εννοείται θα έρθεις! Εκτός και αν θες να βγεις με τον Μάρκο και τα φιλαράκια του» μου ψιθύρισε το τελευταίο. Χαίρομαι που τουλάχιστον κάποια πράγματα είχαν μείνει τα ίδια. Ακόμα δεν συμπαθούσαμε τον Μάρκο και τους άλλους, αν και τώρα μου φαινόταν πιο ελκυστική η ιδέα να μείνω μαζί τους παρά να βγω με τον Αλέξη και την Αλεξία.
Χωρίς να μου αφήνει περιθώρια για συζήτηση. Η Χαρά τράβηξε τον Ηλία έξω στο σαλόνι να κάνουν τα δικά τους και εγώ και ο Αλέξης μείναμε οι δυό μας.
«Να έρθεις το βράδυ θα είναι ωραία» η φωνή του με έκανε να ξεχάσω τα πάντα.
Έσφιξα την κούπα με τον καυτό καφέ ανάμεσα στα χέρια μου και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
«Δεν ξέρω ρε Αλέξη… θα είναι περίεργα. Δεν μου είναι και το πιο εύκολο να σε βλέπω μαζί της» αυτό με τον Αλέξη που μου έβγαζε να του λέω ότι ακριβώς σκεφτόμουν ποτέ δεν το κατάλαβα. Καλύτερα να μην το είχα πει αυτό. Σίγουρα θα με περνάει για εγωίστρια τώρα.
«Μαρίνα» έκανε δυο βήματα πιο κοντά μου και το χέρι του πήγε κατευθείαν γύρω από το σβέρκο μου. Ο αντίχειράς του έτριψε γλυκά το μάγουλό μου. «σε παρακαλώ. Θέλω να έρθεις απόψε» έσκυψε και το μέτωπό του άγγιξε το δικό μου. Ήμασταν τόσο κοντά που ένοιωθα την ανάσα τους στο πρόσωπό μου. Φίλα με! Ήθελα τόσο πολύ να το φωνάξω αλλά δεν έβγαιναν λέξεις από το στόμα μου.
«Αλέξη» η φωνή της Αλεξίας από τις σκάλες μας διέκοψε και πάλι. «Δεν με ακούς τόσην ώρα που σε φωνάζω; Ξύπνησα και δεν ήσουν εκεί…»
Έφερα αμήχανα την κούπα στο στόμα μου και ήπια λίγο καφέ καθώς έφευγα από την κουζίνα και τους άφηνα μόνους τους.
Στο σαλόνι ήταν το άλλο ζευγαράκι, η Χαρά –που πάλι με είχε γραμμένη- και ο Ηλίας. Βγήκα στην πισίνα ψάχνοντας την Ελένη ή τον Βασίλη πέτυχα όμως τον Μάρκο με τον Άγγελο και τον Σταύρο να συνδέουν τα ηχεία που είχαν πάρει χθες.
«Γάμα το ρε δεν γίνεται χωρίς μπαλαντέζα, δεν φτάνει με τίποτα» ο Μάρκος τσακωνόταν με τον Άγγελο και σταμάτησαν να προσπαθούν για να κάνουν ένα τσιγάρο. «Ε Μαρίνα! Έχει ένα μπουκάλι νερό από εκεί. Δεν μας το φέρνεις;» νόμιζα πως δεν με είχαν δει αλλά απ’ ότι φαίνεται ο Μάρκος με είχε πάρει χαμπάρι.
Πλησίασα και τους έδωσα το νερό που το άρπαξε αμέσως ο Άγγελος και το άδειασε πάνω του.
«Έλα ρε μαλάκα! Ήθελα να πιω» παραπονέθηκε ο Μάρκος και άρχισαν να παίζουν μπουνιές για πλάκα.
Γύρισα στον Σταύρο που είχε αγγίξει το σώμα του στον τοίχο και τους κοίταζε αδιάφορα. Εμένα ούτε που με παρατηρούσε… όπως πάντα. «Εσείς δεν θα έρθετε το βράδυ στο Barracuda;» ρώτησα προσπαθώντας να βρω κάτι να συζητήσουμε. Δεν ήθελα καθόλου να επιστρέψω πάλι μέσα.
Η απάντηση που πήρα ήταν ένας καγχασμός από τον Σταύρο που ακολούθησε ένα «όχι βέβαια» χωρίς όμως να με κοιτάει.
«Γιατί;» τώρα γύρισα και κοίταξα εκείνον. Οι άλλοι είχαν πέσει στην πισίνα και πλακώνονταν.
«Δεν είναι μέρος για μας…» μου είπε ειρωνικά και έφυγε πάλι από δίπλα μου…
KAMU SEDANG MEMBACA
Η Εκδρομή {GW15}
RomansaΗ εικοσάχρονη Μαρίνα επιστρέφει στην Ελλάδα μετά από δύο χρόνια στην Αγγλία για το καλοκαίρι. Η παρέα της όμως έχει ήδη φύγει για διακοπές στη Σύρο. Θα πάει να τους βρει γνωρίζοντας πως θα έχει να αντιμετωπίσει το παρελθόν Από την μια ο Αλέξης, η...