Κεφάλαιο 39ο.

3.1K 259 23
                                    

«Κατεβαίνουμε» είπα στον οδηγό από το θυροτηλέφωνο και πήρα το τσαντάκι μου που κρεμόταν στον καλόγερο πίσω από την πόρτα.

   Γύρισα και έριξα ένα βλέμμα στον Σταύρο μα δεν άντεξα να τον κοιτάξω παραπάνω. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω. Μετά από λίγο την άκουσα να κλείνει και υπέθεσα πως είχε βγει και εκείνος μα δεν γύρισα να τον κοιτάξω. Απλά τον ένοιωσα να περπατά πίσω μου. Στην μια άκρη του δρόμου είδα τη μηχανή του. Από την άλλη υπήρχε μια τεράστια λιμουζίνα που προφανώς είχε νοικιάσει ο πατέρας μου για να με εντυπωσιάσει. Πόσο καθόλου δεν με ήξερε. Θα προτιμούσας να ήταν ο ίδιος εδώ.

«Σοβαρά; Με λιμουζίνα θα πάμε; Δεν ήξερα πως ήσουν το κοριτσάκι του πλούσιου μπαμπά...»  άκουσα την ειρωνική φωνή του.

   Γύρισα αμέσως και τον έσπρωξα φωνάζοντας «Σκάσε» προφανώς δεν περίμενε καθόλου την αντίδρασή μου αυτή αφού κατάφερα να τον κάνω να παραπατήσει. Με πλησίασε και πάλι και μου έπιασε σφιχτά τα χέρια από τους καρπούς για να μην φύγω. Με κοίταξε βαθειά στα μάτια.

«Είπα μαλακία έτσι;» η φωνή του με έκανε να νοιώθω ότι είχε καταλάβει τα πάντα. Σαν αν ήξερε γιατί ήμουν λυπημένη. Γιατί αυτό που είπε κατάφερε να με πειράξει τόσο πολύ…

«Απλά δεν με ξέρεις καθόλου… οπότε μην μιλάς» του φώναξα εξοργισμένη. Δεν ξέρω γιατί αντιδρούσα τόσο υπερβολικά. Εκείνος αναστέναξε και απλά άφησε τα χέρια μου δίνοντας μου λίγο χώρο. 

  Προχώρησα βιαστικά προς την λιμουζίνα. Ο οδηγός με κοίταξε προβληματισμένος –μάλλον υπέθεσε πως είχαμε κανένα ηλίθιο ερωτικό καβγαδάκι- μα δεν ρώτησε τίποτα. Άνοιξε απλά την πίσω πόρτα και εγώ μπήκα μέσα.

«Ο κύριος θα έρθει;» ρώτησε τώρα με κάπως ειρωνικό ύφος. Εγώ κοίταξα τον Σταύρο που στεκόταν ακόμα εκεί και ανασήκωσα τους ώμους μου στον οδηγό. Πιθανόν τώρα να τον είχα πείσει πως καλύτερα θα ήταν να φύγει αν δεν μπορεί όλο αυτό το μελόδραμα. Ας πάει στην Χριστίνα του…

   Και πράγματι όταν συνειδητοποίησα πως δεν έκανε βήμα προς τα εδώ –ούτε καν με κοίταζε- ήμουν εγώ αυτή που έκλεισα την πόρτα.

   Είχα δίκιο. Αυτό αρκούσε για να τον κάνει να φύγει. Χαιρόμουν που δεν είχα αφήσει τον εαυτό μου να ανοιχτεί.

   Σε όλη τη διαδρομή επικρατούσε σιωπή. Έγειρα το κεφάλι μου πίσω στο κάθισμα και έκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να ηρεμήσω. Σε λίγες μέρες θα είσαι μακριά από εδώ. Τίποτα δεν θα έχει καμία σημασία. Δεν ήξερα τι με πονούσε πιο πολύ αυτή τη στιγμή. Σίγουρα όλο αυτό με τον πατέρα μου με πλήγωνε αφάνταστα μα αν δεν είχαν γίνει τόσα πολλά με τον Σταύρο, που μου διέλυσαν την αυτοπεποίθηση και με έκαναν να νοιώθω ένα τίποτα, πιθανόν να μην έδινα τώρα τόση σημασία. Και αυτός ο Σταύρος πόσο πολύ με μπέρδευε. Τα λόγια του με έκαναν να πιστεύω πως υπήρχε κάτι πραγματικά βαθύ και αληθινό από την πλευρά του μα η συμπεριφορά του με απομάκρυνε. Τι εννοούσε ότι δεν έπρεπε να τον ερωτευτώ; Ότι αν με αγγίξει θα με λερώσει; Και αν δεν ήθελε όλο αυτό μεταξύ μας να πάρει τέτοιες συναισθηματικές διαστάσεις τότε γιατί ήρθε απόψε; Γιατί ήθελε να με δει; Δεν μπορούσα να καταλάβω όσο και αν προσπαθούσα.

Η Εκδρομή {GW15}Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ