18

48 9 0
                                    

Όταν χτύπησε το τηλέφωνο του δούκα του Μπαθ νωρίς το άλλο πρωί, εκείνος είχε ήδη πιάσει δουλειά. Τα σημαντικότερα θέματα επαγγελματικής φύσης τα διαχειριζόταν ο πατέρας του ως και λίγο καιρό νωρίτερα, από τον θάνατο όμως της αδερφής του και μετά, ο δούκας είχε αποφασίσει να τον απαλλάξει από τις μεγαλύτερες σκοτούρες. Τώρα, σήκωνε τα μάτια από τους πίνακες με τα κοιτάσματα των πετρελαιοπηγών που ανήκαν στην οικογένεια του, και τα κάρφωσε στην τηλεφωνική συσκευή που ήταν πάνω στο γραφείο του. Δεν τον αναγνώρισε τον αριθμό αλλά έσπευσε να απαντήσει. «Παρακαλώ»; «Εγώ είμαι». Η λεπτή, θελκτική μα και τρεμάμενη φωνή που του μίλησε, τον έκανε να αναπηδήσει. Χωρίς να το θέλει, έκανε βουτιά στο χρόνο κι επέστρεψε μέσα σε εκείνο το κρουαζιερόπλοιο που λεγόταν «Λεβαντίνη». «Καλημέρα, τι συμβαίνει; Αν θυμάμαι καλά, σε είχα παρακαλέσει να μην τον χρησιμοποιείς αυτό τον αριθμό αν δεν υπήρχε μεγάλη ανάγκη». 'Το θυμάμαι Άρνολντ, η μνήμη μου αντέχει ακόμη αλλά, η ανάγκη αυτή προέκυψε». Ο δούκας παραμέρισε λίγο τα χαρτιά και σηκώθηκε. Το μυαλό του πέταξε στη στιγμή εκείνη που την είδε για πρώτη φορά. Φορούσε ένα διάφανο σχεδόν κιμονό με πέρλες που έμοιαζαν με κοχύλια, και κρατούσε ένα ποτήρι με σαμπάνια που άφριζε. Δεν το προόριζε για την ίδια μα για αυτόν. «Κάποιος προσπαθεί να με βλάψει». Η μητέρα της Αμάλια μιλούσε όλο και πιο ανήσυχα, το σήμα όμως της συσκευής της ήταν ευκρινές. «Τι λες τώρα; Ποιος θα μπορούσε να το κάνει και γιατί; Από όσο ξέρω εσύ δεν έχεις εχθρούς». «Έτσι νόμιζα κι εγώ αλλά τα πράγματα δεν πάνε καλά». «Εξηγήσου Ρόουζ αν έχεις την καλοσύνη». Εκνευρισμένος, τα έβαλε με τον εαυτό του. Δεν του άρεσε να κυριεύεται από τον θυμό του. «Κάποιος φύτεψε χάπια στο αμάξι μου, και μάλιστα δυο φορές». Ο δούκας ξεροκατάπιε και πέρασε το χέρι του από το καλοξυρισμένο του πρόσωπο. «Πότε έγιναν αυτά τα πράγματα; Εμένα μου είχες δώσει τον λόγο σου πως ξέκοψες από αυτά τα χάλια». «Και την κράτησα την υπόσχεση μου, αλήθεια. Τα χάπια αυτά δεν τα πήρα από πουθενά, δεν τα έχω δοκιμάσει ούτε μια φορά στη ζωή μου, κάποιος προσπαθεί να με παγιδεύσει». Ο δούκας μόρφασε, θέλοντας να εκτονωθεί κάπως. Η Ρόουζ είχε διάφορα ελαττώματα όπως ανακάλυψε σταδιακά, το ψέμα ωστόσο δεν ήταν ένα από αυτά. «Ηρέμησε, τι κάνει η μικρή»; «Είναι καλά, θα ήθελα να τη δεις κάποια μέρα, θα»... «Προς το παρόν νομίζω πως οφείλω να δω εσένα πρώτα. Τι έγινε με τα χάπια στο τέλος» «Ο έλεγχος την πρώτη φορά μου φάνηκε φυσιολογικός, εντάξει, οδηγούσα κι εγώ κάπως ασταθώς αλλά τη δεύτερη... Τη δεύτερη ήμουν εντάξει. Έφεραν την αστυνομία, τέλος πάντων, κατάφερα να ξεμπερδέψω χάρη σε μια παλιά γνωριμία αλλά»... «Από πότε έχεις να κλείσεις μια καλή φωτογράφηση»; Ο δούκας έφερε πάλι μπροστά του τους πίνακες της πετρελαιοπηγής. «Έκλεισα μια πριν από δύο εβδομάδες, αλλά πριν από αυτή, τα πράγματα δεν είχαν πάει καθόλου καλά». «Μάλιστα, κοίτα να κρατηθείς έξω από τα φώτα για λίγες μέρες. Κάνε μόνο ήσυχα τη δουλειά σου, κι άσε να δω τι θα μπορέσω να ξετρυπώσω. Θα σου τηλεφωνήσω λογικά αργότερα απόψε για να κανονίσουμε το πότε και πού θα συναντηθούμε». Αυτό που της έλεγε ουσιαστικά, ήταν πως θα της έδινε περισσότερα χρήματα εκείνο το μήνα. «Εντάξει, θα κάνω τα πάντα όπως θέλεις, αλλά να ξέρεις πως αυτό που έγινε δεν ήταν φυσιολογικό». «Θα το μάθω αυτό Ρόουζ, σε διαβεβαιώ. Και τώρα θα σε αφήσω για να μπορέσω να δουλέψω». Έκλεισε το τηλέφωνο κι αναστέναξε. Κάποιες φορές, εκείνη φαντασιωνόταν πράγματα, όμως αυτή τη φορά, κάτι μέσα του, του έλεγε πως δεν είχε άδικο να σκέφτεται έτσι. Αποφάσισε να αρχίσει την έρευνα του λίγο πριν το μεσημεριανό φαγητό. Πέντε λεπτά αργότερα, κι αφού είχε μόλις κατορθώσει να συγκεντρωθεί ξανά, λάμβανε στο κινητό του ένα μήνυμα από την Καρολάιν, το οποίο κι έσπευδε να ανοίξει παρατώντας και πάλι τα χαρτιά του για λίγο.

Η κατάρα των ΛάγκερτονWhere stories live. Discover now