6

150 23 7
                                    

Ο άλμπερτ άλιστερ χαμογέλασε με μπρίο στη σερβιτόρα που του έφερε το κοκτέιλ του και μετά της έγνεψε πως μπορούσε να φύγει. Ενεργοποίησε το τάμπλετ του κι άρχισε να συνδέεται στις διάφορες σελίδες που τον ενδιέφεραν. Τη δουλειά της κατασκοπείας την είχε πάρει πολύ στα σοβαρά και το μόνο που ήθελε ήταν να πάρει πολλές πληροφορίες για τα ξενοδοχεία των Λάγκερτον. Γνώριζε πόσο μεγάλο αγκάθι αποτελούσε για τον πατέρα του το γεγονός πως δεν είχε ακόμη μπορέσει να τους ανταγωνιστεί στα ίσια και σε αυτό τον χώρο και ήταν αποφασισμένος να ανατρέψει την κατάσταση. Όμως παράλληλα είχε αρχίσει να του καίει το νου και το ζήτημα του τόσο πρόωρου θανάτου της μητέρας του. Από παιδί αναρωτιόταν αν και τελείως αστήρικτα μήπως είχαν κάποια συμμετοχή κι εμπλοκή σε αυτόν οι Λάγκερτον. Ο πατέρας του ήξερε πολλά, μα προφανώς υποψιαζόταν και τα υπόλοιπα που δε μπορούσε να αποδείξει, αλλά για αυτό ήταν τώρα εκείνος εδώ, δε θα τον άφηνε μόνο του για κανέναν λόγο. Συνέχισε να απολαμβάνει το ποτό του, βρισκόταν στην αγαπημένη λέσχη της οικογένειας του, την οποία τη χρηματοδοτούσαν βεβαίως οι άλιστερ. Το κτίριο ήταν στο Mayfair και είχε ανακαινιστεί προσφάτως. Εκεί μέσα γίνονταν τα πάντα, συμφωνίες έκλειναν, σπίτια διαλύονταν, ζευγάρια δοκιμάζονταν... Τώρα ο άλμπερτ καθόταν σε ένα μπαρ στο roof garden και ήταν εντελώς μόνος. Πριν από λίγες ώρες είχε βάλει κάποιον δικό του άνθρωπο να συγκεντρώσει πληροφορίες για τη ζωή της Καρολάιν Λάγκερτον, προσωπική κι επαγγελματική. Έτσι, από καπρίτσιο το έκανε, του είχε κινήσει την προσοχή όταν την είδε και ήθελε να ικανοποιήσει την περιέργεια του που οργίαζε. Ένιωσε πως όλα τα βλέμματα στράφηκαν ξαφνικά προς την πόρτα, και βγήκε από τις σκέψεις του για να δει τι συνέβαινε, μια εντυπωσιακή γυναίκα είχε μόλις κάνει την εμφάνιση της.

Η Μπρέντα Μπάριγκτον δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τα μοντέλα που κατέκλυζαν τις οθόνες του κάθε σπιτιού καθημερινά από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ήταν πολύ ψηλή και λεπτή, με τέλειες γραμμές κι αναλογίες. Είχε σταρένιο δέρμα, πολύ διαφορετικό από εκείνο της Καρολάιν και της έβελιν, τα μαλλιά της ήταν κόκκινα, μακριά και δαχτυλιδένια, ενώ τα μάτια της είχαν το χρώμα του μελιού. Δεν τη συνόδευε κανένας. Φορούσε ένα δερμάτινο σύνολο αν κι από μέσα διακρινόταν καθαρά το δαντελένιο της πουκάμισο. Κρατούσε μια μεγάλη βεντάλια καθώς κι ένα τσαντάκι. Ποτέ του δεν την είχε ξαναδεί εκεί ο άΛμπερτ, και δεν είχε ιδέα για το ποια ήταν, αν κι αυτό το τελευταίο θα άλλαζε πολύ σύντομα. Τα μάτια της μπρέντα, διέτρεξαν για λίγο το χώρο σαρώνοντας άπληστα τα πάντα, κι ύστερα πήγαν και σταμάτησαν πάνω του. Ασυναίσθητα, ο άΛμπερτ απομάκρυνε από μπροστά του το τάμπλετ. Προσπάθησε να αποτραβήξει το δικό του βλέμμα μα ήταν ήδη αργά. Σε ένα λεπτό, η Μπρέντα έφτανε στο τραπέζι του με μεγάλα αλλά διόλου άχαρα βήματα και του έτεινε το χέρι.

Η κατάρα των ΛάγκερτονDonde viven las historias. Descúbrelo ahora