Ο Κρίστοφερ δυσκολεύτηκε πολύ να ανοίξει τα μάτια του την άλλη μέρα το πρωί. Είχε παραμείνει στο γραφείο του ως αργά δουλεύοντας αν και καθυστερημένα τα σχέδια που χρωστούσε στον πατέρα του. Στο μεταξύ, περίμενε και τα νεότερα από την Καρολάιν, κι έτσι έμαθε από τον πατέρα του πως τελικά εκείνη θα πήγαινε στο γραφείο το επόμενο πρωί για να μπορέσει να ξεκουραστεί. Συνέχισε λοιπόν να δουλεύει, κι όταν δεν άντεχε άλλο, έφυγε και πήγε στο αγαπημένο του κλαμπ για να πιει ένα ποτό με τους φίλους του. Ο ένας από αυτούς, ήταν πολύ χαρούμενος επειδή είχε μόλις αποκτήσει ένα ολοκαίνουριο αυτοκίνητο, δώρο του πατέρα του για το μεταπτυχιακό του που είχε ολοκληρώσει πρόσφατα. Ο Κρίστοφερ μπορεί να τον άκουγε πίνοντας, ο νους του όμως έτρεχε διαρκώς μακριά. Η Καρολάιν, η Χίλντα μα και το βιβλίο που είχε μόλις αρχίσει να γράφει συμπλέκονταν στο κεφάλι του εξουθενώνοντας τον εντελώς, ώσπου άφησε τελικά την παρέα του λίγο πριν τη μία το πρωί, και γύρισε στο σπίτι του. Κόντεψε να πέσει με τα ρούχα στο κρεβάτι, κι όταν το ξυπνητήρι ήχησε, εκείνος νόμιζε πως είχε μόλις αποκοιμηθεί. Αναστέναξε και κλείνοντας το, έριξε μια ματιά στην ώρα δυσανασχετώντας. Ήταν μόνο χάρη στη σκέψη της Καρολάιν που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το κρεβάτι του λίγο αργότερα. Έκανε ένα ζεστό μπάνιο, και κατέβηκε στην τραπεζαρία, στην οποία δε βρήκε κανέναν. Αν και δεν ενεργούσε σχεδόν ποτέ έτσι, ρώτησε την κοπέλα που τον σέρβιρε για το πού βρίσκονταν όλοι κι αυτά που άκουσε διόλου δεν του άρεσαν. Ούτε ο πατέρας του αλλά ούτε και η μητέρα του είχαν περάσει το βράδυ στο σπίτι. Για μια στιγμή έκανε τη σκέψη πως οι δυο τους είχαν οργανώσει μια μικρή κοινή απόδραση μα μετά κούνησε το κεφάλι, όχι αυτό δεν είχε συμβεί οπωσδήποτε... Η εμφάνιση της Καρολάιν στην πόρτα της τραπεζαρίας, έκανε όλα τα υπόλοιπα να φύγουν από το νου του. Την είδε και σηκώθηκε για να τρέξει κοντά της. Στο διάβολο, του είχε λείψει, και ο πάγος στο βλέμμα της δεν στάθηκε ικανός να τον αποτρέψει από το να την αγκαλιάσει. «Καλώς την, επιτέλους γύρισες, νόμιζα πως θα σε έβλεπα χθες»... Το σώμα της στα χέρια του έγινε άκαμπτο, κι αυτός ήταν ο λόγος που βιάστηκε να την αφήσει. «Καλώς σε βρήκα Κρίστοφερ, πού είναι η μαμά κι ο μπαμπάς»; Η Καρολάιν κάθισε στη θέση της διαλέγοντας ένα μεγάλο μπολ με την αγαπημένη της κρέμα, κι ένα γεμιστό ψωμάκι. 'Δεν ξέρω, δεν πέρασαν τη νύχτα στο σπίτι». Εκείνη άρχισε να τρώει ανυποψίαστη για την αλήθεια. Αποφάσισε να μην της πει τίποτα για όσα σκεφτόταν. «Πώς τα πέρασες»; «Καλά αν και κουράστηκα, κι εσύ»; «Κι εγώ το ίδιο, έχω πολλά να σου πω». «Κάποια στιγμή θα βρούμε τον χρόνο πιστεύω, θα έρθεις στον όμιλο; Έχω συγκλονιστικά πράγματα να σας πω και να σας δείξω». «Και βέβαια θα έρθω, δεν έβλεπα την ώρα για αυτό μάλιστα από τη στιγμή που διάβασα το μήνυμα που έστειλες χθες στον πατέρα». «Πολύ ωραία, τότε ας μην χάνουμε χρόνο». Η Καρολάιν ξεχνώντας για λίγο όλους τους κανόνες ευπρέπειας με τους οποίους την είχε γαλουχήσει η Αραμπέλα, αποτελείωσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε το πρωινό της και σηκώθηκε. «Κάτσε λίγο, λέξη δεν είπαμε στην ουσία»... «Όχι Κρίστοφερ, με συγχωρείς, ξέρω πως όλοι με περιμένουν ήδη, έλα, μην καθυστερείς». Την ακολούθησε έξω από το σπίτι καταπίνοντας την απογοήτευση του, η οποία ενισχύθηκε όταν είδε πως η Καρολάιν έφυγε με το δικό της αυτοκίνητο. Κι αν είχε καταλάβει πως το κόσμημα που στόλιζε το λαιμό της εκείνο το πρωί ήταν το πρώτο δώρο του δούκα, τότε η απελπισία του θα εντεινόταν. Κάλεσε τον δικό του οδηγό και σωριάστηκε στη θέση δίπλα του. Δεν είχε διάθεση να οδηγήσει, κι έτσι, έβγαλε το τηλέφωνο του από τον χαρτοφύλακα κι έλεγξε τα μηνύματα του. Βρήκε τρία από τη Χίλντα κι άρχισε να τα διαβάζει: «Το ήξερα πως θα σε ενδιέφερε, θέλω να μου πεις περισσότερα για αυτό σε παρακαλώ, αύριο θα είμαι εκεί, και θα σου αφιερώσω όσο χρόνο επιθυμείς. Είσαι ένας πολύ προικισμένος άνθρωπος Κρίστοφερ, κι εμένα οι προικισμένοι άνθρωποι μου αρέσουν, και κάνω τα πάντα για να τους βοηθήσω». Έτριψε τα μάτια του κι όσο πιο αδιάφορα μπορούσε πληκτρολόγησε την απάντηση του: «Καλημέρα Χίλντα, η ζωή μου ήταν δρομολογημένη πολύ πριν προφτάσω εγώ να το καταλάβω, όμως η πορεία της μου αρέσει, είναι άλλο πράγμα οι δουλειές κι άλλο η τέρψη». Η ταχύτητα με την οποία ήρθε η απάντηση της τον ξάφνιασε: «Θα χαιρόμουν βαθιά αν μου έλεγες αυτά που πίστευες κι όχι αυτά που έπρεπε να μου πεις. Έχω πολλούς τρόπους να σε βοηθήσω Κρίστοφερ, και θα τους επιστρατεύσω όλους. Φρόντισε να περάσεις όμορφα σήμερα, εγώ θα φύγω σε λίγο για την καθημερινή μου προπόνηση, μα θα επικοινωνήσω μαζί σου εκ νέου το βράδυ». Έμεινε να κρατάει το κινητό του στο χέρι, αργώντας να συνειδητοποιήσει πως ο οδηγός κάτι του έλεγε εδώ και ώρα.
YOU ARE READING
Η κατάρα των Λάγκερτον
RomanceΠρώτο βιβλίο: Μια τεράστια οικονομική δυναστεία... τρεις γενιές να σβήνουν μέσα στο αίμα και στην προδοσία... ένα παλάτι της συμφοράς και της απληστίας... ένας απαγορευμένος έρωτας που απειλεί να καταστρέψει τα πάντα... σκάνδαλα και πάθη, ίντριγκες...