31

57 9 0
                                    

«Οι Λάγκερτον εξαγοράζουν τον όμιλο Μπέλμοντ και Γκλας, είναι σίγουρο. Είχα λάβει ένα τηλεφώνημα προχθές από μια φίλη δημοσιογράφο η οποία μου έδωσε την είδηση εμπιστευτικά, αλλά δεν ήθελα να την πιστέψω». Ο Τζον έκοψε την άκρη του πούρου του και το άναψε. Είχε μόλις επιστρέψει από την κλινική και τώρα πάσχιζε να αποτινάξει από πάνω του όλη την αγωνία της ημέρας, ενώ μοιραζόταν ένα μπράντι με τον γιο του. Η Μπρέντα είχε πεταχτεί να δει την Έβελιν κάποια στιγμή προς το απόγευμα, αλλά είχε αναγκαστεί να φύγει νωρίς, επειδή η Σελίνα Ντίξον είχε σκεφτεί μια καινούρια προσθήκη για το ντεκόρ του Silver lake". «Ξέρω, λογικά η βόμβα θα σκάσει στα γενέθλια της Αραμπέλα, στο μεταξύ δεν κατάλαβα αν όντως έπαθε κάτι εκείνη». Ο Άλμπερτ έβαλε μπράντι και στο δικό του ποτήρι. «Ας μη μας απασχολεί τώρα αυτό, αρκετές σκοτούρες έχουμε, πώς πήγε η μέρα σου; Προέκυψε κανένα πρόβλημα στο γραφείο»; «Όχι, ελέγχω τα πάντα, να μην ανησυχείς». 'Το ήξερα πως θα γινόσουν άξιος διάδοχος, η αγωνία μου ήταν πάντα για την Έβελιν». «Όχι πατέρα, θα συνέλθει και θα είναι μια χαρά. Κι ούτε και υπάρχει λόγος να ανακατευτεί με τις επιχειρήσεις αν δεν τα καταφέρνει, κάτι θα σκεφτούμε, θα δεις». «Μακάρι, έχεις δίκιο όμως, δε θα την ξαναπιέσω για τίποτα, μόνο να τη δω να ανοίγει τα μάτια της». Ο Τζον μελαγχόλησε μέσα σε μια στιγμή, χωρίς να αντιλαμβάνεται πως το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και με τον γιο του, όχι μόνο εξαιτίας της αδερφής του. Η αλήθεια ήταν πως η Αμάντα δεν έβγαινε στιγμή από το νου του Άλμπερτ, κι όσες συσκέψεις κι αν είχε, μόνο τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να τη βοηθήσει αναζητούσε. «Είσαι έτοιμος για το δείπνο»; Τινάχτηκε. «Φυσικά, μα νόμιζα πως θα περιμέναμε και τη Μπρέντα». «Δείχνεις αφηρημένος, τι τρέχει; Έλα παιδί μου, αρκεί που η κόρη μου βυθίστηκε στη σιωπή, μη μου κάνεις κι εσύ το ίδιο». Ο Άλμπερτ ένιωσε λύπη εκείνη την ώρα. Τον καταλάβαινε ωστόσο καλά τον πατέρα του. Κανονικά λέξη δε θα του έπαιρνε ο Τζον για την προσωπική του ζωή, αλλά οι συνθήκες δεν ήταν πλέον οι ίδιες. «Είδα νωρίς σήμερα την κοπέλα με την οποία ήμουν ερωτευμένος όσο σπούδαζα. Διάλεξε άλλον, τον παντρεύτηκε... Τη χτυπούσε, τον εγκατέλειψε... Μπήκε στο αεροπλάνο και να τη». Ο Τζον θαύμασε την περιεκτικότητα των λόγων του παιδιού του. «Και ταράχτηκες όταν πήγες να τη δεις, σωστά»; «Σωστά, όλα είναι παράξενα... Άκου, θα σε πείραζε να φάω στο δωμάτιο μου απόψε; Νιώθω πως η μοναξιά θα με γλιτώσει από πολλές ταλαιπωρίες». «Τι είναι αυτά που λες; Να πας, και πάρε και αυτό μαζί σου». Του έδωσε το μπουκάλι με το υπόλοιπο μπράντι χαμογελώντας του πλατιά. Ο Άλμπερτ το πήρε χτυπώντας τον στον ώμο. «Πάντα κοντά σου θα είμαι, κι ας διαφωνούμε καμιά φορά οι δυο μας». «Ξέρω, καλό βράδυ, αν αργήσει η Μπρέντα να καθίσεις για φαγητό». Ο Άλμπερτ βγήκε. Ένιωθε ανακούφιση που δε θα χρειαζόταν να μιλήσει σε κανέναν για το υπόλοιπο βράδυ. Ωστόσο με τύψεις τον άφηνε, ο Τζον ήταν ευάλωτος, ό,τι κι αν έλεγε.

Η κατάρα των ΛάγκερτονWhere stories live. Discover now