Το ίδιο βράδυ, στο μέγαρο των Άλιστερ, ο Τζον, ο Άλμπερτ και η Μπρέντα, κάθονταν στη μεγάλη τραπεζαρία για να πάρουν το δείπνο τους. Την βαριά ατμόσφαιρα καθώς και τον διάχυτο πόνο των τελευταίων ημερών, είχε έρθει να αντικαταστήσει μια νότα συγκρατημένης αισιοδοξίας που δεν είχε προλάβει ωστόσο να μετατραπεί σε χαρά. Πριν από λίγες μόλις ώρες, τους είχε καλέσει στο γραφείο του ο Δρ. Μπάρτον, για να τους ενημερώσει για τις τελευταίες εξετάσεις της Έβελιν. Σύμφωνα λοιπόν με το γιατρό αλλά και με το νευρολόγο που είχε κληθεί ξανά, κάποια πράγματα έδειχναν να έχουν αρχίσει να σταθεροποιούνται ως έναν βαθμό τουλάχιστον. Στο μεταξύ, δε φαίνονταν να προκύπτουν νέες επιπλοκές, κάτι που ήταν πολύ καλό από μόνο του, αν και γενικά η κατάσταση της εξακολουθούσε να είναι ιδιαίτερα κρίσιμη. Όμως, αν τα πράγματα συνέχιζαν να βελτιώνονται, ο γιατρός θα δοκίμαζε να την ξυπνήσει έπειτα από λίγες μέρες. Πριν τους αφήσει να φύγουν, δεν παρέλειψε να τους τονίσει πως οπωσδήποτε η Έβελιν ακόμη κι αν κατάφερνε να συνέλθει, θα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, με την κίνηση για παράδειγμα κατά πάσα πιθανότητα. Ο Τζον, στο άκουσμα όλων αυτών, ζήτησε από τον γιο του και τη Μπρέντα να επιστρέψουν μαζί του στο σπίτι για φαγητό. Θα ξεκουράζονταν εκεί τη νύχτα, κι αύριο θα πήγαιναν και πάλι στην κλινική. «Θα τα καταφέρει πατέρα, θα το δεις, σου είπα να μη φοβάσαι τόσο για αυτή». Ο Άλμπερτ του έβαλε λίγο κόκκινο γαλλικό κρασί και μετά σέρβιρε και τη Μπρέντα, η οποία ήταν ασυνήθιστα σιωπηλή εκείνο το βράδυ, μολονότι τη χαρά της για την Έβελιν δεν είχε διστάσει καθόλου να την εκφράσει και στους δύο. «Ας μη βιαζόμαστε, λοιπόν; Πώς πήγε η σύσκεψη με τους διαφημιστές»; «Μια χαρά, τα πάντα προχωράνε σωστά, θα γίνει το γεγονός της χρονιάς κι ας διαδραματιστεί μόλις στην αρχή της». Ο Τζον δοκίμασε το κρασί του. «Συνήθως ο Ιανουάριος είναι μήνας εργασίας, κλέβει βλέπετε όλα τα φώτα ο Δεκέμβρης με τις γιορτές». Για λίγο έπεσε μια πικρή βουβαμάρα στην τραπεζαρία, αφού και οι τρεις τους σκέφτονταν πόσο διαφορετικά θα ήταν αυτά τα Χριστούγεννα για όλους. Τελικά η Μπρέντα κάλυψε το χέρι του Τζον με το δικό της για μια στιγμή. «Ας γίνει καλά η κόρη σου κι όλα θα φτιάξουν». Αποτράβηξε το χέρι της και συνέχισε να παίζει με το κρέας στο πιάτο της. «Γιατί δεν τρως Μπρέντα; Νιώθεις άσχημα»; «Όχι, απλά είμαι λίγο κουρασμένη, αυτό είναι όλο, λέω να ξαπλώσω αν δε σας πειράζει». Σηκώθηκε με χάρη. Είχε μια σκέψη να την παιδεύει τις τελευταίες ώρες, μα για να σιγουρευτεί θα περίμενε μέχρι να ξημερώσει. «Θα έρθω κι εγώ, ο Άλμπερτ θα τελειώσει το κρασί συγχωρώντας μας, έτσι δεν είναι; Αλήθεια, λένε πως κάτι συνέβη στην Αραμπέλα Λάγκερτον, ακούσατε τίποτα για αυτό»; Ο Άλμπερτ στράφηκε να τον κοιτάξει. «Όχι, δεν άκουσα τίποτα, τι έμαθες»; «Μάλλον έκανε μια κρίση πανικού. Η οικογένεια της το κρύβει καλά, κάποιος όμως από τους υπηρέτες της κελαηδάει σαν πουλί, τέλος πάντων, εύχομαι να είναι ψέματα όλα αυτά, κανείς να μην υποφέρει όσο εγώ και το παιδί μου». Ο Τζον χαμήλωσε τα μάτια, και η Μπρέντα του έσφιξε το χέρι για να του δώσει κουράγιο. «Είμαι βέβαιος πως η κυρία Λάγκερτον θα είναι μια χαρά, καλό σας βράδυ». Ο Άλμπερτ τους χαμογέλασε, κι ύστερα ξαναγέμισε το ποτήρι του. Το κρασί ήταν γλυκό, καρυκευμένο με διάφορα λεπτά μπαχαρικά. Χωρίς να το θέλει σκέφτηκε την Καρολάιν καθώς και την τελευταία φορά που είχε μιλήσει μαζί της. Να τολμούσε να την καλέσει; Μπα, θα ήταν αδιακρισία καταφανέστατη, μα αν είχαν κάποια βάση οι φήμες αυτές για τη μητέρα της; Ε και λοιπόν; Δεν ήταν φίλοι... Το κινητό του άρχισε να χτυπάει εκείνη ακριβώς τη στιγμή κι έσπευσε να απαντήσει χωρίς να δει το όνομα του καλούντος. «Παρακαλώ»; «Άλμπερτ, καλησπέρα, σε ενοχλώ»; Η δροσερή γυναικεία φωνή τον έκανε να πιστέψει πως ο χρόνος είχε παγώσει. Και μπορεί να μην ανήκε στην Καρολάιν, το ταξίδι όμως που είχε κάνει μαζί της ήταν βαθιά συναρπαστικό, αν κι εξίσου επώδυνο. «Καλησπέρα Αμάντα, είσαι καλά; Όχι δε με ενοχλείς». «Συγγνώμη για την ώρα, πώς, πώς τα πας»; Τώρα τι να της έλεγε; Τι λόγια να έβρισκε για να της εξηγήσει πως τίποτα δεν είχε μείνει το ίδιο από την τελευταία φορά που είχαν συναντηθεί οι δυο τους στην Αμερική; «Είμαι εντάξει Αμάντα, κι εσύ»; «Όχι ακριβώς, έφυγα Άλμπερτ, στην πραγματικότητα βρίσκομαι εδώ, στο Λονδίνο, από χθες». Ο άνδρας σηκώθηκε, και παίρνοντας το γεμάτο του ποτήρι στο χέρι, βγήκε από την τραπεζαρία. Θα ζητούσε να του φέρουν στο δωμάτιο του λίγο ακόμη. «Τι εννοείς»; Μπήκε στο δωμάτιο και κάθισε σε μια περιστρεφόμενη πολυθρόνα. «Τον εγκατέλειψα, άφησα τον Τομ, για πάντα».
YOU ARE READING
Η κατάρα των Λάγκερτον
RomanceΠρώτο βιβλίο: Μια τεράστια οικονομική δυναστεία... τρεις γενιές να σβήνουν μέσα στο αίμα και στην προδοσία... ένα παλάτι της συμφοράς και της απληστίας... ένας απαγορευμένος έρωτας που απειλεί να καταστρέψει τα πάντα... σκάνδαλα και πάθη, ίντριγκες...