32

49 9 0
                                    

Ο δούκας του Μπαθ της είπε τα πάντα κρατώντας την. Δεν του το χωρούσε ο νους πως μέσα σε λιγότερο από 24 ώρες τα πάντα ανατρέπονταν, και πως για μια ακόμη φορά η τραγωδία ερχόταν να χτυπήσει την οικογένεια του. Το ήξερε φυσικά πως εκείνες οι γιορτές δε θα είχαν καμιά σχέση με τις προηγούμενες, και πως το πιθανότερο ήταν να δειπνούσε με τους γονείς του ανεπίσημα σε κάποιο από τα μικρότερα σαλόνια της οικογενειακής κατοικίας πηγαίνοντας νωρίς για ύπνο, όμως ήταν άλλο αυτό, κι άλλο να υπάρχουν οι παραμικρές υπόνοιες για την ενοχή ή έστω την ανάμειξη του αδερφού του στο χαμό της αδερφής τους. Η Καρολάιν τον άκουσε σιωπηλή μέχρι το τέλος, κι εκείνος έτσι εκτίμησε ακόμη περισσότερο την ηρεμία της αλλά και το γεγονός πως δεν έκανε καμιά σκηνή για τα σχέδια τους που θα χαλούσαν έτσι πρόωρα. Όταν σταμάτησε να μιλάει, έμεινε να της χαιδεύει τα μαλλιά περιμένοντας τη να του πει κάτι. 'Δε θα πας μόνος στο Μπαθ. Θα έρθω μαζί σου. Μεθαύριο έχουμε Χριστούγεννα. Δεν πρόκειται να μείνω εδώ και να τα γιορτάσω παρέα με τους δικούς μου ενώ εσύ υποφέρεις. Όχι πως κι εμείς θα κάναμε μεγαλειώδη πράγματα φέτος αλλά όπως και να'χει, δε χρειάζονται μόνο δαχτυλίδια για τις δεσμεύσεις». Δεν του το έλεγε, αλλά η πρώτη της σκέψη όταν ξύπνησε, ήταν να βρει έναν τρόπο να μείνει για λίγο ακόμη μακριά από το σπίτι της. Και μόνο στη σκέψη πως η μητέρα της γνώριζε κάτι για την αμαρτία της την αρρώσταινε. Κι αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που είχε πάρει περισσότερα ρούχα μαζί της. «είσαι σίγουρη»; «Είμαι αν με θέλεις δίπλα σου. Έχω όλη τη διάθεση να σταθώ δίπλα σου, αυτό δεν είπες πως χρειάζεσαι; Τώρα βέβαια αν είναι να ενοχλήσουμε τους γονείς σου αλλάζουν τα πράγματα». Ο δούκας έσκυψε από πάνω της για να τη φιλήσει. «Η παρουσία σου για τους γονείς μου θα είναι σκέτο βάλσαμο». «Αν είναι έτσι, τότε ετοιμάσου να ξεκινήσουμε, και δώσε και σε εμένα λίγο χρόνο να ενημερώσω τους γονείς μου». Ο δούκας την ξαναφίλησε, κι ύστερα την άφησε να τραβηχτεί από πάνω του. Όλα του σχεδόν τα πράγματα ήταν ακόμη στη βαλίτσα του, έτσι δεν είχε και πολλά να κάνει. Όσο για την Καρολάιν, μπήκε πάλι στην κρεβατοκάμαρα στην οποία είχαν κοιμηθεί, κι έριξε τα λίγα πράγματα που είχε χρησιμοποιήσει στη βαλίτσα της. Καμιά ιδιαίτερη λύπη δεν ένιωθε που θα έφευγε από το σπίτι τόσο γρήγορα. Πήρε το κινητό της και κάλεσε τον πατέρα της. Αυτός θα την καταλάβαινε χωρίς καμιά αμφιβολία. Τον πέτυχε έξω, και χρειάστηκε να του μιλήσει λίγο πιο δυνατά από ό,τι συνήθως για να την ακούσει: «Ναι κοριτσάκι μου, είμαστε μια χαρά, ψωνίζουμε στολίδια για τα Χριστούγεννα με τη μητέρα σου, ναι είναι μια χαρά ειλικρινά». Η Καρολάιν πήρε μια βαθιά ανάσα, κι άρχισε να του εξηγεί τα νέα δεδομένα που είχαν προκύψει στην υπόθεση της αδερφής του δούκα του Μπαθ. «Δε μπορεί, κάποια εξήγηση θα υπάρχει, αποκλείεται να την έβλαψε ο Τζέφρι, ήταν αδερφή του, θα δεις που σε λίγο θα καλέσουν τον δούκα από την ασφάλεια και θα του πουν πως έγινε λάθος. Δώσε του τις ευχές μας για ό,τι καλύτερο, καθώς και την αγάπη μας... Φυσικά και μπορείς να πας, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, θα περάσουμε τα Χριστούγεννα οι τρεις μας, αν δηλαδή μας τιμήσει με την παρουσία του κι ο αδερφός σου... Ναι, δεν κοιμήθηκε στο σπίτι χθες, μια στιγμή, κάτι μου λέει η μητέρα σου»... Η Καρολάιν οδηγημένη από μια αυθόρμητη σκέψη, πήγε κι άνοιξε τη ντουλάπα της γιαγιάς της. Πήρε από μέσα το γαλάζιο φόρεμα με την καρφίτσα που της είχε κάνει εντύπωση την άλλη φορά που επισκέφθηκε το σπίτι, κι αφού το δίπλωσε προσεκτικά, το έβαλε στη βαλίτσα της. Μπορεί να μην πήγαινε να γιορτάσει, αισθανόταν όμως την ανάγκη να το πάρει μαζί της. Στο μεταξύ ο πατέρας της άρχιζε πάλι να της μιλάει: «Η Αραμπέλα σου στέλνει τα φιλιά της, και σε παρακαλεί να μεταφέρεις τους χαιρετισμούς της στους γονείς του δούκα. Το μόνο που θέλει από εσένα αν τα καταφέρεις δηλαδή, είναι να επιστρέψεις εδώ για τα γενέθλια της». Η Καρολάιν κούνησε το κεφάλι της σαν να μπορούσαν να τη δουν οι γονείς της. «Θα είμαι πίσω πες της, δε θα το χάσω αυτό για κανένα λόγο, σας αγαπάω πολύ, να προσέχετε, θα σας τηλεφωνήσω πολύ σύντομα και πάλι». Έβαλε το κινητό μέσα στην τσάντα της και την κρέμασε στον ώμο. Μετά, έκλεισε και τη βαλίτσα της κι έμεινε ακίνητη, με τα χέρια της ακουμπισμένα πάνω της. Πολύ σπάνια τύχαινε να περάσει τις γιορτές μακριά από το σπίτι και χωριστά από την οικογένεια της. Θυμήθηκε τον Κρίστοφερ και την αρχή των προβλημάτων της. Τώρα θα έκανε μια νέα αρχή, θα στήριζε το δούκα, και ποιος ξέρει; Ίσως να έβγαινε και κάτι καλό μέσα από όλον αυτό τον πόνο. Άρχισε να σπρώχνει τη βαλίτσα της βγαίνοντας από το δωμάτιο. «Είσαι έτοιμος»; Ο Άρνολντ έγνεψε καταφατικά. «Ναι, μόλις μίλησα με τον πατέρα μου. Δεν είναι καλά όπως καταλαβαίνεις, ο Τζέφρι είναι στην ασφάλεια. Εσένα όμως τόσο εκείνος όσο και η μητέρα, θα σε δεχτούν με ανοιχτή την αγκαλιά τους, όπως κι εγώ άλλωστε». Την πλησίασε. «Η μικρή πού είναι; Θα τη δω μήπως»; Ο δούκας της πήρε τη βαλίτσα. «Όχι, αφού δεν ήταν καλά τα πράγματα, τη στείλαμε στην καλύτερη φίλη της μητέρας μου για λίγο. Ας περάσουν οι γιορτές και βλέπουμε, πάμε»; 'Φυσικά, ανυπομονώ να τους γνωρίσω για να είμαι ειλικρινής, κι ας μη γίνεται η γνωριμία μας αυτή κάτω από τις καλύτερες συνθήκες».

Η κατάρα των ΛάγκερτονWhere stories live. Discover now