12

105 20 5
                                    

Η Καρολάιν γύρισε στο σπίτι της σχεδόν χορεύοντας. Δεν τολμούσε να το πιστέψει πως είχε κάνει τόσο γρήγορα την αρχή με τον δούκα του Μπαθ. Είχε ακόμη στο στόμα της τη γεύση των χειλιών του που ανακατευόταν με τον υπέροχο καφέ που είχε πιει μαζί του. Ήξερε καλά πως αμέσως μόλις θα περνούσε η επίδραση των φιλιών του αυτών πάνω της, θα άρχιζε να γέρνει η ζυγαριά πότε προς τα εδώ και πότε προς τα εκεί, και τα «πρέπει» και τα «απαγορεύεται» δε θα την άφηναν ήσυχη. Το είχε πάρει όμως απόφαση να αντιπαλέψει την κάθε της αμφιβολία, τι θα γινόταν στο τέλος αν δεν πήγαιναν καλά τα πράγματα; Τίποτα απολύτως, το μόνο που θα μπορούσε να συμβεί αν δεν πρόσεχε ιδιαίτερα ήταν να καταλήξει να κοσμεί κάποιο εξώφυλλο ενός γνωστού περιοδικού παρέα με τον Άρνολντ. Ανέβηκε στο δωμάτιο της κι έκανε το αδιανόητο να ξαπλώσει στο κρεβάτι της έτσι όπως ήταν με τα ρούχα. Έκλεισε τα μάτια της κι άρχισε να σκέφτεται την λίμνη με τις πάπιες. Της ήρθαν όμως σύντομα στο νου τα λόγια του Άρνολντ για το γυναικείο σώμα που ήταν πνιγμένο στο αίμα ανάμεσα στις ορχιδέες. Σίγουρα κάτι είχε δει εκείνος, το θεωρούσε αδιανόητο να είχε πλάσει μόνος του μια τόσο ζοφερή εικόνα εξαιτίας του πόνου του. Χωρίς να το θέλει, η σκέψη της πέταξε στον Κρίστοφερ έπειτα από λίγα λεπτά. Τι να έκανε; Πήρε το κινητό της και το κοίταξε. Καταράστηκε την τηλεπάθεια που ανέκαθεν την έδενε μαζί του. Ο αδερφός της, της είχε στείλει ένα γραπτό μήνυμα:

«Είσαι καλά Καρολάιν; Ήσουν εξαιρετική χθες, τα πήγες υπέροχα. Είδες που δεν είναι και τόσο δύσκολο να κρατιέσαι στην κορυφή; Όλη η λονδρέζικη αριστοκρατία για εσένα μιλάει».

Διέγραψε το μήνυμα επειδή της έφερνε θλίψη. Ο αδερφός της θα έπρεπε να πάει παρακάτω, όπως άλλωστε κι εκείνη. Του έστειλε μια απάντηση γεμάτη ενθουσιασμό για το νέο τους ξενοδοχείο, η οποία στερούταν οποιουδήποτε συναισθήματος ή αναφοράς σε κάτι προσωπικό. Μόλις το έστειλε, άφησε τον νου της να ταξιδέψει όπου ήθελε ελεύθερα. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχε αμαρτήσει, την πρώτη φορά που είχε σπάσει τα όρια τρελή από το κυνήγι των προσωπικών της δαιμόνων. Οι γονείς της έλειπαν, ο πατέρας της απουσίαζε για κάποια δουλειά εκτός Αγγλίας, ενώ η μητέρα της είχε πάει μετά από δική του παρότρυνση να επισκεφθεί κάποια φίλη της στη Γαλλία. Έδειχνε λυπημένη εκείνο τον καιρό προκαλώντας σε όλους ανησυχία. Έτσι, το σπίτι ήταν ολόκληρο στη διάθεση των διδύμων. Πλησίαζαν τα χριστούγεννα και τα δυο αδέρφια είχαν αποφασίσει να βάλουν τα δυνατά τους για να στολίσουν το μέγαρο των Λάγκερτον όσο καλύτερα μπορούσαν. Ξόδεψαν αλόγιστα, και γέμισαν με τη βοήθεια της οικονόμου την κάθε διαθέσιμη γωνία με στολίδια πανάκριβα και γιρλάντες. Στο τέλος της βραδιάς εκείνης, κάθισαν στο τζάκι να απολαύσουν ένα ποτήρι κρασί, καθώς και ένα ελαφρύ μα γιορτινό δείπνο που είχε ετοιμάσει ειδικά για τους δυο τους η μαγείρισσα.

Η κατάρα των ΛάγκερτονWhere stories live. Discover now