28

60 10 0
                                    

Όταν μπήκε στο μέγαρο των Λάγκερτον ο Γουίλλιαμ, η Καρολάιν είχε μόλις υποδεχθεί τον γιατρό της οικογένειας. Ο Δρ. Τζάξον, είχε την ηλικία του Γουίλλιαμ, κι αγαπούσε και τον ίδιο με τη σύζυγο του, αλλά και τα δίδυμα. Ο Γουίλλιαμ έριξε μια κλεφτή ματιά στο τηλέφωνο του, και μετά πήγε να βρει την Καρολάιν. Την είδε να στέκει μόνη, καταμεσής στου μεγαλύτερου σαλονιού του σπιτιού. Το τζάκι ήταν αναμμένο, κι εκείνη κρατούσε στο χέρι ένα χαμηλό πορσελάνινο ποτήρι. Έτσι όπως στράφηκε να δει τον πατέρα της, η λάμψη των ματιών της ήρθε να συγκριθεί με εκείνη από τις φλόγες του τζακιού. «Πώς νιώθεις Καρολάιν»; Ο Γουίλλιαμ την πλησίασε κι έβαλε το δεξί του χέρι πάνω στον ώμο της. «Είμαι καλά, όπως και η μαμά». 'Φυσικά και είναι καλά, τι πίνεις»; «Κονιάκ με κανέλλα, το είχα ανάγκη. Η μαμά συνήλθε, δε φωνάζει πια, παρακάλεσα τον γιατρό να έρθει στο σαλόνι και να μας μιλήσει αμέσως μόλις ολοκληρώσει την εξέταση της. Θέλεις μήπως κι εσύ ένα ποτό»; 'Δε θα έλεγα όχι, θα σε εμπιστευτώ, δεν έχω γευτεί ποτέ συνδυαστικά το κονιάκ με την κανέλλα». Η Καρολάιν άφησε το ποτήρι της σε ένα χαμηλό τραπεζάκι και κατευθύνθηκε προς το τέλεια εξοπλισμένο μπαρ του σαλονιού. 'Το έφτιαξε πρώτος ένας Ιταλός, σε λίγο έρχονται Χριστούγεννα, και η μαμά δεν έχει πει λέξη για αυτά, θυμάσαι πόσα πράγματα οργάνωνε κάθε χρόνο για να τα γιορτάσουμε όλοι μαζί»; Επέστρεψε κοντά του δίνοντας του το ποτήρι. Ο Γουίλλιαμ το δέχτηκε κοιτώντας τη στα μάτια. «Ας είναι καλά η Αραμπέλα, και τα γιορτάζουμε εδώ μόνοι μας, άλλωστε τα γενέθλια της πλησιάζουν». Το κινητό του άρχισε να χτυπάει, κι αφού έριξε μια ματιά στην οθόνη, έκανε λίγα βήματα για να μπορέσει να μιλήσει. Η Καρολάιν δεν ενοχλήθηκε, διότι δεν άργησε να καταλάβει πως τον καλούσαν από το τμήμα των επενδύσεων. Η διαδικασία για την εξαγορά του Μπέλμοντ και Γκλας είχε φορτώσει ακόμη μεγαλύτερο βάρος στους ώμους του πατέρα της. Κοίταξε κι εκείνη το δικό της κινητό. Πριν από λίγο, είχε τηλεφωνήσει στον Κρίστοφερ, ζητώντας του να επιστρέψει αμέσως στο σπίτι. Τώρα, έπειτα από έντονη σκέψη κι αμφιβολία, πληκτρολόγησε ακόμη ένα μήνυμα, το οποίο προοριζόταν για τον Καρλ: «Η μαμά είχε μια παράξενη κρίση πριν από λίγο, ο γιατρός είναι εδώ, θεωρώ πως θα είναι εντάξει, ήθελα απλά να το ξέρεις. Θα σε ενημερώσω εγώ όταν θα έχω νεότερα. Και κάτι τελευταίο, είναι μεγάλη ανάγκη να μιλήσουμε οι δυο μας σύντομα». Ο Γουίλλιαμ άφησε το κινητό του δίπλα στο δικό της κι ετοιμάστηκε να της μιλήσει ξανά αλλά δεν πρόλαβε, Το χτύπημα στην πόρτα τους έκανε και τους δυο να στρέψουν προς τα εκεί το κεφάλι. Μπήκαν μαζί ο Κρίστοφερ μαζί με τον γιατρό. Ο πρώτος έδειχνε χλομός κι ανήσυχος, ενώ ο δεύτερος το ακριβώς αντίθετο, περπατούσε με τρόπο αργό και χαλαρό. Δεν ξεγέλασε πάντως κανέναν. «Καλησπέρα Άντον, ευχαριστώ που ήρθες τόσο γρήγορα». Ο Γουίλλιαμ του έτεινε το χέρι, ενώ ο Κρίστοφερ πήγαινε να καθίσει κοντά στην Καρολάιν που μόνο μια ματιά του έριξε. «Τι έπαθε η μαμά»; Η φωνή του νεαρού βγήκε βραχνή από την ανησυχία. «Τώρα θα μάθουμε Κρίστοφερ». «Λοιπόν»; Ο Γουίλλιαμ κοίταξε ερωτηματικά τον γιατρό. «Δεν πρέπει να ανησυχείτε, η κυρία Λάγκερτον είχε μια κρίση πράγματι, που οφειλόταν σε συνεχόμενο στρες και υπερένταση. Θα ξεκουραστεί για μερικές ημέρες και θα το ξεπεράσει. Ήδη της έκανα μια ένεση και συνταγογράφησα κι ορισμένα φάρμακα, ήπιας μορφής, που θα τη βοηθήσουν να βρει άμεσα τον παλιό της εαυτό». «Όμως γιατί το έπαθε αυτό Άντον»; Ο γιατρός ανασήκωσε τους ώμους. «Αυτό μόνο εκείνη το ξέρει, σας προτείνω να μην της κάνετε καμία αναφορά στο θέμα, θα σας μιλήσει όταν νιώσει καλύτερα. Τώρα κοιμάται». Η Καρολάιν αντάλλαξε μια ματιά με τον πατέρα της. Όλα στροβιλίζονταν μέσα στο νου της, και δεν ήξερε ποια ερώτηση να του κάνει πρώτα. «Θα είμαστε όλοι δίπλα της γιατρέ». Ο Κρίστοφερ ανέλαβε να μιλήσει για λογαριασμό του Γουίλλιαμ. «Το ξέρω νεαρέ, θα φύγω για λίγο και θα επιστρέψω αργότερα. Απλά κουρασμένη κι αγχωμένη είναι, δώστε της λίγο χρόνο και μην είστε ανυπόμονοι σας παρακαλώ. Η Αραμπέλα είναι πολυπράγμων και δε θα μείνει αδρανής για καιρό». Έκανε ένα βήμα προς την πόρτα, κι ο Γουίλλιαμ ανέλαβε να τον συνοδεύσει μέχρι την έξοδο της έπαυλης, αφού τον αποχαιρέτισαν τα δίδυμα. «Πιστεύεις πως μας είπε όλη την αλήθεια»; Ο Κρίστοφερ πρόσεξε το μισοτελειωμένο κονιάκ της αδερφής του κι έκανε να το αγγίξει, εκείνη όμως τον απέτρεψε με τα μάτια. «Θα σου ετοιμάσω ένα δικό σου, και ναι, είμαι βέβαιη πως μας είπε την αλήθεια». Η Καρολάιν του ετοίμασε στα γρήγορα το ποτό. Δεν ήθελε να περάσει χρόνο μαζί του, κι ήταν αποφασισμένη να μην ανοίξει κουβέντα. «Σχετικά με το θέμα που κουβεντιάσαμε στο πρωινό»... «Λυπάμαι Κρίστοφερ, μα δεν έχω καμιά διάθεση να κάνω αυτή τη συζήτηση». Η φωνή της έκοβε σαν μαχαίρι. Ο Κρίστοφερ βάλθηκε να απολαμβάνει το ποτό, περιμένοντας να ηρεμήσουν λίγο τα νεύρα του. Είχε περάσει τις προηγούμενες ώρες παρέα με τη Χίλντα, και όταν πήρε την κλήση της Καρολάιν έχασε τον κόσμο. Υπενθύμισε στον εαυτό του σιωπηρά να τηλεφωνήσει στη φίλη του αμέσως μόλις ανέβαινε στο δωμάτιο του. «Δεν έχετε λόγο να ανησυχείτε, η μητέρα σας θα είναι εντάξει, πηγαίνετε να ξεκουραστείτε, αφού κι εκείνη κοιμάται ακόμη, θα της κάνω εγώ παρέα». «Πατέρα, σου είπε τίποτα άλλο ο γιατρός μήπως»; «Όχι Κρίστοφερ, και θα σου πρότεινα να μην είσαι τόσο καχύποπτος, είσαι μεγάλος πια κι αν ήξερα ο,τιδήποτε περισσότερο για την κατάσταση της Αραμπέλα, να είσαι βέβαιος πως θα φρόντιζα να σε ενημερώσω κι εσένα». «Έχεις δίκιο, θα πάω στο δωμάτιο μου, αν χρειαστείτε ο,τιδήποτε, στείλτε κάποιον να με φωνάξει». Ο Κρίστοφερ βγήκε από το σαλόνι σφίγγοντας το ποτήρι και με τα δυο του χέρια. Ήταν οξυδερκής και το κατάλαβε από την πρώτη στιγμή πως πατέρας και κόρη ήθελαν να μείνουν μόνοι. Έτσι, τους άφησε κλείνοντας την πόρτα απαλά. Πέρασε πρώτα από την κρεβατοκάμαρα της Αραμπέλα που όντως κοιμόταν, και μίλησε για λίγο με την καμαριέρα της, καθώς και με μια νοσοκόμα που είχε έρθει να αναλάβει υπηρεσία για παν ενδεχόμενο. Μετά, αφού βεβαιώθηκε πως κανείς δεν του έκρυβε τίποτα, κλειδώθηκε στην κρεβατοκάμαρα του. Κάλεσε από το κινητό του τη Χίλντα, κι όταν εκείνη απάντησε, άρχισε να της μιλάει γρήγορα σαν να μην είχε καθόλου χρόνο. «Κρίστοφερ, ηρέμησε σε παρακαλώ, πώς είναι η μητέρα σου; Γιατί βιάζεσαι τόσο; Την κλήση σου περίμενα, δεν έχεις λόγο να το κάνεις αυτό». «Συγγνώμη Χίλντα, νόμιζα πως σήμερα θα ήταν μια πολύ ξεχωριστή και ιδιαίτερη μέρα για τους δυο μας και κοίτα τώρα πως ήρθαν τα πράγματα». «Ήταν μια πολύ ξεχωριστή μέρα για τους δυο μας, κι αυτό δε θα αλλάξει επειδή η μητέρα σου αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα, για αυτό χαλάρωσε και πες μου τα πάντα».

Η κατάρα των Λάγκερτονحيث تعيش القصص. اكتشف الآن