38

48 8 0
                                    

«Πήγαινε να βρεις την αδερφή σου Κρίστοφερ, κανένας λόγος δεν υπάρχει να μείνουμε άλλο εδώ». Ο Γουίλλιαμ συνέχιζε να παρατηρεί στενότατα τον γιο του, που έδειχνε έτοιμος να σωριαστεί στο πάτωμα. Για την κόρη του δεν είχε καμιά σπουδαία ανησυχία, ήξερε καλά πως θα υπέφερε βαριά, και πως θα θρηνούσε και με το παραπάνω για την οδυνηρή της απώλεια, μα τον δρόμο της θα τον έβρισκε αργά ή γρήγορα στη ζωή, αν δεν τον είχε ήδη βρει δηλαδή σε όλα τα επίπεδα. Ο Κρίστοφερ ωστόσο τον απογοήτευε όλο και πιο πολύ, χωρίς να κάνει κάτι σοβαρό είναι η αλήθεια. Η στάση του δεν του ενέπνεε σιγουριά, κι αυτό ήταν το χειρότερο. «Θα πάω αμέσως, πιθανώς να βγήκε για μια βόλτα». Ο Γουίλλιαμ κατένευσε. Ήθελε να της δώσει την τσάντα και τα κοσμήματα της Αραμπέλα που της τα είχαν αφαιρέσει αφού είχαν αποκλειστεί όλες οι περιπτώσεις πρόκλησης κακού ηθελημένα από κάποιον άλλο άνθρωπο. Βέβαια δε βιαζόταν να το κάνει, αλλά είχε την αίσθηση πως το καλύτερο για τα δίδυμα θα ήταν να έφευγαν άμεσα από αυτό το σπίτι. Τη στιγμή που έβγαινε ο Κρίστοφερ, πήγαινε κι εκείνος να βρει τον Άρνολντ στην κουζίνα. «Θα φύγουμε σε λίγο, μπορείς αν το θέλεις να επιστρέψεις στο σπίτι μαζί μας. Το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο είναι να σου βρούμε ένα ελεύθερο δωμάτιο, νομίζω πως η Καρολάιν σε χρειάζεται». Ο δούκας ανασηκώθηκε. «Το εκτιμάω κύριε Λάγκερτον, μα σε τέτοιες δύσκολες στιγμές, είναι μου φαίνεται φρονιμότερο να αφήσω μόνη την οικογένεια. Εδώ θα είμαι εγώ για την κόρη σας, θα κοιμηθώ στο ξενοδοχείο, και το πρωί με το καλό ό,τι ώρα μου τηλεφωνήσει, θα έρθω να τη βρω». Ο Γουίλλιαμ ευχαριστήθηκε κρυφά με την απάντηση του άνδρα, έτσι αποφάσισε να του πει ακόμη μια τελευταία κουβέντα. «Σου ζητάω συγγνώμη για λογαριασμό του γιου μου, του έπεσαν όλα αυτά μαζί, και δυσκολεύεται να τα διαχειριστεί. Ήταν πολύ δεμένος με την Αραμπέλα». Ξάφνου, τα μάτια του υγράνθηκαν, κι έκλεισε το στόμα του. Πώς ήταν δυνατό να μπορούσε να μιλήσει τόσο ψύχραιμα στο δούκα; Εκείνος τον άφησε μόνο στην κουζίνα και μπήκε σε ένα άλλο δωμάτιο. Τότε ήταν που αποφάσισε ο Γουίλλιαμ να τηλεφωνήσει στη Νίνα, η οποία του απάντησε λίγο μετά το τέταρτο κουδούνισμα. «Γουίλλιαμ; Τι συνέβη; Τη βρήκατε; Γύρισε»; «Τη βρήκαμε Νίνα, μα όχι, δε γύρισε, η γυναίκα μου είναι νεκρή». Δεν το ήξερε, αλλά η Νίνα πεταγόταν κάθιδρη από το κρεβάτι της θέλοντας να ανασάνει. Είχε βυθιστεί αμέσως στον ύπνο, τελείως ανυποψίαστη για την φρικτή τροπή των πραγμάτων. Τώρα ορμούσε έξω από την κρεβατοκάμαρα της, ανάβοντας φώτα κι ανοίγοντας πόρτες στο διάβα της, τελικά κατέληξε στην κουζίνα, όπου άρπαξε σαν τρελή το πόμολο της πόρτας του ψυγείου. Το στόμα της κολλούσε δαιμονισμένα. «Τι είναι αυτά που λες»; «Την αλήθεια και μόνο, έκοψε τις φλέβες της. Δε μπορώ να σου πω περισσότερα τώρα, μα τα πράγματα δεν είναι καλά όπως αντιλαμβάνεσαι». Η Νίνα γέμισε ένα ποτήρι νερό, και το ήπιε λαίμαργα, μήπως νιώσει λίγο καλύτερα, μα καθόλου δε βελτιώθηκε η κατάσταση της. Ένας τεράστιος ογκόλιθος της είχε μόλις πέσει στο κεφάλι, ο οποίος με την κάθε λέξη που έβγαινε από τα χείλη του εραστή της, απειλούσε να τη συντρίψει ολοσχερώς. «Λυπάμαι, δεν ξέρω τι να σου πω, αυτό με τίποτα δεν το περίμενα, εγώ νόμιζα πως ήθελε απλά να ηρεμήσει, πού να φανταστώ πως»... «εγώ θορυβήθηκα αμέσως για αυτό κάλεσα στο γραφείο μου τον Πάτρικ Άνταμς, ήταν όμως αργά. Θα σε αφήσω τώρα εντάξει; Θα σου τηλεφωνήσω με την πρώτη ευκαιρία». «Κρατήσου Γουίλλιαμ, για τα παιδιά σου, και για εμένα». Η Νίνα άφησε το τηλέφωνο πάνω στον πάγκο, κι ύστερα επέτρεψε στο σώμα της να γλιστρήσει στο πάτωμα πολύ αργά. Αν ήξερε εκείνος πως ανήκε κι εκείνη σε όσους είχαν στρίψει το μαχαίρι μέσα στο κορμί της Αραμπέλα, τότε θα την ξέσκιζε με τα γυμνά του χέρια. Έμεινε έτσι για ώρες, να τουρτουρίζει όχι από το κρύο αλλά από το βάρος των συνεπειών που είχαν όλες τις οι πράξεις, μα κι από τον μαύρο φόβο που την έζωνε κιόλας αλύπητα. Θα είχε άραγε προλάβει να εκμυστηρευτεί η Αραμπέλα την αλήθεια για το δώρο της Νίνα σε κανέναν προτού πεθάνει ή θα το έπαιρνε μαζί της το μυστικό; Δεν έκλαψε, μόνο λίγα ζωώδη βογκητά έβγαλε από τα σκισμένα της χείλη έτσι καθώς σερνόταν στο πάτωμα, απλώνοντας δεξιά κι αριστερά τα δυο της χέρια που πάσχιζαν να πιαστούν από οπουδήποτε.

Η κατάρα των ΛάγκερτονWhere stories live. Discover now