14

56 6 0
                                    

Την ώρα που έφταναν στο γραφείο του Γουίλλιαμ Λάγκερτον οι πρώτες φωτογραφίες που αποδείκνυαν περίτρανα την τόσο πρόσφατη και βαθιά προδοσία της γυναίκας του, εκείνος είχε μόλις κλείσει το τηλέφωνο. Τον είχε καλέσει πριν από λίγο η Νίνα, για να προσπαθήσει να δικαιολογήσει την απουσία της από τα γραφεία του ομίλου. Με φωνή σαθρή, κάτι που ποτέ δεν αποτελούσε καλό σημάδι για κανέναν, πάσχισε να τον πείσει πως η μητέρα της αντιμετώπιζε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, το οποίο και την είχε αναγκάσει να παρατήσει μέσα στη νύχτα το πολυτελές σπίτι της για να τρέξει κοντά της. Όχι πως η κουβέντα της αυτή δεν ήταν αληθοφανής, μα ο Γουίλλιαμ που την ήξερε καλά, ήταν βέβαιος πως κάτι άλλο κρυβόταν από πίσω. Δε θα βιαζόταν όμως να της αποσπάσει την αλήθεια, είχε πολύ μεγαλύτερους μπελάδες άλλωστε να του απασχολήσουν το νου. Βεβαιώθηκε πως η πόρτα του ήταν καλά κλειδωμένη, και μετά, αφού έδωσε εντολή στη γραμματέα του να μην τον ενοχλήσει κανείς, άνοιξε το φάκελο, και βάλθηκε να παρατάσσει πάνω στο γραφείο του όλα τα γυαλιστερά πειστήρια της ενοχής της συζύγου του. Την είδε να μπαίνει στο σπίτι του Καρλ, καθώς και να βγαίνει από αυτό μερικές ώρες αργότερα, τον είδε κι αυτόν να την κρυφοκοιτάει να χάνεται στο πρώτο φως της ημέρας. Ο Γουίλλιαμ, που ήθελε να διατηρεί έστω και μια μικρή ελπίδα πως ο φίλος του ήταν αθώος δεν άντεξε, έδωσε μια με το χέρι, κι όλες οι φωτογραφίες σκορπίστηκαν στο πάτωμα. Επέτρεψε στον εαυτό του μια βρισιά που διόλου δεν ταίριαζε στο προφίλ του, κι ύστερα βόγκηξε σπεύδοντας να μαζέψει τις φωτογραφίες και να τις ξανακλείσει μέσα στο φάκελο, τον οποίο καταχώνιασε αμέσως μετά στο χρηματοκιβώτιο του. Τέλος, παρά το γεγονός πως ήταν ακόμη πολύ νωρίς, έβγαλε ένα κουβανέζικο πούρο από το κουτί που τα φύλαγε, κι αφού έκοψε την άκρη του, τηλεφώνησε στην Αραμπέλα από το κινητό του.

Εκείνη από τη μεριά της, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του πρωινού χουζουρεύοντας, κάτι που σπάνια το έκανε. Βέβαια είχε σηκωθεί για λίγο από το κρεβάτι της, θέλοντας να αποχαιρετίσει την Καρολάιν που επρόκειτο να φύγει πολύ νωρίς. Ο ίδιος ο καρλ θα ερχόταν να την πάρει, για να πάνε μαζί οι δυο τους στο αεροδρόμιο, στο οποίο τους περίμενε από ώρα το ιδιωτικό τζετ της οικογένειας. Με μια αόριστη ανησυχία, διέκρινε πως η κόρη της μπορεί να άστραφτε από χαρά κι έξαψη με όλες αυτές τις προοπτικές του ταξιδιού, φαινόταν ωστόσο και κάπως προβληματισμένη αν κι έκανε τα πάντα για να της το κρύψει. Η Αραμπέλα δεν την πίεσε, μόνο κοίταξε λίγο αδιάφορα τον Καρλ και κατόπιν ευχήθηκε και στους δυο τους καλό ταξίδι αγκαλιάζοντας την κόρη της. Όταν είδε πως της τηλεφωνούσε ο Γουίλλιαμ, άγγιξε χωρίς καν να το συνειδητοποιεί τη βάση του λαιμού της με το αριστερό της χέρι απαντώντας στην κλήση του. Θα του μιλούσε με τον ίδιο τόνο που χρησιμοποιούσε πάντα. «Καλημέρα, πώς είσαι; Τώρα θα σου τηλεφωνούσα». «Πολύ καλά αγαπητή μου, για ποιο λόγο; Με ήθελες κάτι συγκεκριμένο»; Ο δικός του τόνος, αν και μελιστάλαχτος την έβαλε σε υποψίες. Αθόρυβα αφού είχε εκπαιδευτεί καλά για αυτό, άρχισε να βηματίζει μέσα στην κρεβατοκάμαρα της, σφίγγοντας με το ελεύθερο χέρι της τη ζώνη της δαντελένιας λευκής της ρόμπας που δεν την είχε βγάλει ακόμη. «φτάσαμε λοιπόν στο σημείο αυτό που θα πρέπει να έχω έναν καλό λόγο για να σου τηλεφωνήσω»; Το γέλιο του αν κι ανέμελο, έκανε τα πάντα μέσα στο δωμάτιο να αρχίσουν να στριφογυρίζουν. Κοίταξε την ώρα στο ασημένιο ρολόι που ήταν τοποθετημένο στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι της. «Δε θυμάμαι να σου το απαγόρευσα ποτέ να με καλέσεις Αραμπέλα. Ήθελα με τη σειρά μου να δω αν είσαι καλά κι αν χρειάζεσαι κάτι, τώρα που είσαι μόνη στο σπίτι». Η καρδιά της σφίχτηκε. «Δεν είμαι μόνη, μα σε ευχαριστώ, δε μου λείπει τίποτα πάντως. Μήπως μίλησες καθόλου με την Καρολάιν; Εγώ σηκώθηκα να την αποχαιρετίσω το πρωί βέβαια»... «Τότε υποθέτω πως αποχαιρέτισες και τον Καρλ που ήρθε να την πάρει, ναι, μίλησα μαζί της λίγο πριν επιβιβαστεί στο τζετ, είναι μια χαρά, ευτυχισμένη που μπορεί επιτέλους να ανοίξει τα φτερά της». Η Αραμπέλα κατάπιε έναν λυγμό που δεν είχε ιδέα γιατί της έφραξε τον λαιμό. «Θα τα πάει θαυμάσια γουίλλιαμ». «Το πιστεύω κι εγώ, τέλος πάντων, πριν σε αφήσω για να μπορέσω να δουλέψω, ήθελα να σε ρωτήσω αν αποφάσισες τον τρόπο με τον οποίο θα περάσουμε τελικά τη βραδιά των γενεθλίων σου». «Υπάρχει κάποια πιθανότητα να σε πείσω να μην κάνουμε τίποτα ιδιαίτερο»; «Όχι βέβαια, λοιπόν, τώρα που τα πάντα μας πάνε τόσο καλά, είναι νομίζω μια εξαιρετική ευκαιρία να διοργανώσουμε άλλη μια λαμπρή δεξίωση για τους καλούς μας φίλους». Η Αραμπέλα μειδίασε. Ακόμη δεν είχαν κοπάσει καν τα σχόλια για τα εγκαίνια του ξενοδοχείου που πήρε το όνομα της... 'Τι τρέχει; Είσαι κουρασμένη; Θα πάρεις κι όση βοήθεια χρειαστείς για να ετοιμάσεις τα πάντα άψογα». 'Δεν είναι αυτό και το ξέρεις». «Τότε δεν ακούω τίποτα, σε δύο εβδομάδες ακριβώς θα γιορτάσουμε όλοι μαζί τα γενέθλια σου, κι εγώ σου υπόσχομαι από τώρα πως θα σου μείνουν αξέχαστα. Και τώρα θα σε αφήσω, με περιμένει πολλή δουλειά»...

Η κατάρα των ΛάγκερτονDonde viven las historias. Descúbrelo ahora