9

117 22 13
                                    

Η Νίνα Γουίζελ έσβησε το τσιγάρο της και πέταξε τη γόπα στο τασάκι που είχε πάνω του το όνομα του Γουίλλιαμ Λάγκερτον. Της το είχε χαρίσει λίγο μετά που άρχισαν να βγαίνουν μαζί. Στην ουσία το είχε πάνω στο γραφείο του κι έτσι όπως της τράβηξε κατευθείαν την προσοχή της το πρόσφερε κάνοντας και μερικά σχόλια για τη σχέση τους που ξεκινούσε μόλις. Κοίταξε την ώρα κι αναστέναξε. Κόντευε έξι το απόγευμα. Σηκώθηκε και πλησίασε για τελευταία φορά τον ολόσωμο καθρέφτη της κρεβατοκάμαρας της. Ζούσε σε ένα σπίτι με τρεις ορόφους, πολύ όμορφο, με βαριά κλασική επίπλωση και διακόσμηση που παρέπεμπε κι αυτή σε κάτι μεγαλοπρεπές και βαρυσήμαντο. Είχε ντυθεί για τα εγκαίνια με ένα από τα αγαπημένα της ταγέρ, που είχε μαύρο χρώμα και είχε ραφτεί στην Ιταλία. Το μακιγιάζ της ήταν έντονο, το κραγιόν της κόκκινο βαθύ, και το άρωμα της με βαριές ανατολίτικες νότες. Ανυπομονούσε πραγματικά να δει πάλι τον Γουίλλιαμ, μπορεί να είχε περάσει μαζί του την Κυριακή αφού αυτός είχε τρέξει κατευθείαν κοντά της μόλις επέστρεψε από το Odalisk με την Αραμπέλα, τον ήθελε ξανά κοντά της όμως έστω κι αν θα τον συνόδευε εκείνη. Κάτι άλλο που την απασχολούσε ήταν και το όνομα του ξενοδοχείου. Ο Γουίλλιαμ δεν έκρυβε τον προβληματισμό του και μαζί με τον Καρλ και την υπόλοιπη ομάδα είχε περάσει ατελείωτες ώρες να επιλέγει και να απορρίπτει ονόματα. Η Νίνα είχε πιστέψει λίγο πριν πως τελικά είχε κατασταλάξει μα έκανε λάθος αφού μόλις πριν από λίγες ώρες ενημερώθηκε πως ο Γουίλλιαμ είχε δώσει εντολή να γίνει αλλαγή στο πλάνο, αδιαφορώντας για το γεγονός πως ένα σωρό άνθρωποι έπρεπε να δουλέψουν διπλά για να προλάβουν να τον ικανοποιήσουν. Του είχε στείλει μήνυμα ρωτώντας τον για το όνομα μα δεν είχε πάρει απάντηση, γεγονός που τη δυσαρέστησε. Τι σκάρωνε;

Πήρε την τσάντα της κι ετοιμάστηκε να φύγει μα δεν έκανε παρά λίγα μόλις βήματα, διότι τη σταμάτησε το κουδούνι της εξώπορτας. Πήγε κι άνοιξε. Μπροστά της στεκόταν ένας νεαρός υπάλληλος από μια ταχυδρομική εταιρεία. Της παρέδωσε ένα κουτί κι αφού την έβαλε να υπογράψει έφυγε. Η Νίνα γύρισε στην κρεβατοκάμαρα της κι άνοιξε το κουτί σκίζοντας το χαρτί. Βρέθηκε να κρατάει ένα χρυσό δαχτυλίδι που ταίριαζε καταπληκτικά στα δάχτυλα της, στο κέντρο του οποίου δέσποζε μια ορχιδέα από λευκόχρυσο. Το στομάχι της άρχισε να ανακατεύεται κι ευχήθηκε να είχε ένα άλλο τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα της, όμως δεν είχε, μόνο μια παστίλια μέντας μασούσε για την αναπνοή της. Διόλου δεν της άρεσε αυτό το κόσμημα, αποστολέας βέβαια δεν αναγραφόταν πουθενά μα αυτό μόνο χειρότερα τα έκανε τα πράγματα. Η Νίνα είχε πολλά μυστικά που τα θεωρούσε καλά κρυμμένα κι ασφαλή, μα έτσι όπως το κοιτούσε και το ένιωθε να της παγώνει την καρδιά, είχε αρχίσει να αναθεωρεί τη γνώμη της αυτή. Είχε μια πολύ αόριστη ιδέα για το τι αντιπροσώπευε αυτό το λουλούδι, μα αυτή της ήταν ήδη αρκετή ώστε να μη θελήσει να την κάνει σαφέστερη και πληρέστερη. Το έβαλε στο κουτί του και με ασταθή βήματα πήγε και το κλείδωσε στο χρηματοκιβώτιο της που ήταν πάντως πολύ μικρότερο από εκείνο που υπήρχε στο γραφείο του Γουίλλιαμ. Μετά, έχωσε στο στόμα της άλλη μια παστίλια μέντας, πήρε την τσάντα της και βγήκε από το σπίτι. Μόνη θα πήγαινε στο ξενοδοχείο, αυτόν που χρειαζόταν θα τον έβρισκε εκεί ακόμη κι αν δε θα της ήταν εύκολο να του μιλήσει όπως θα ήθελε. Για το δαχτυλίδι πάντως με την ορχιδέα δε θα του έλεγε το παραμικρό ακόμη κι όταν θα βρίσκονταν κάπου μόνοι οι δυο τους.

Η κατάρα των ΛάγκερτονWhere stories live. Discover now