Το πρωί των Χριστουγέννων βρήκε τη Μπρέντα μόνη στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα της Άνναμπελ Άλιστερ. Είχε κοιμηθεί εκεί μαζί με τον Τζον την περασμένη νύχτα, νιώθοντας όπως κι αυτός μια έντονη έξαψη που είχε να κάνει με την προσπάθεια που θα γινόταν για την Έβελιν λίγες ώρες αργότερα. Κοίταξε το άδειο κρεβάτι και κατάλαβε πως πάντα, όσο πολλά κι αν θα ήταν αυτά που θα την έδεναν με τον Τζον, θα έμενε αποκλεισμένη από κάποιες προσωπικές του στιγμές. Σηκώθηκε κι έκανε μπάνιο. Μετά, διάλεξε ένα πανέμορφο λευκό και μακρύ φόρεμα, και κατέβηκε να τον βρει στην τραπεζαρία. Της χαμογέλασε όταν την είδε, καλώντας τη να καθίσει δίπλα του. Την αγκάλιασε κι αντάλλαξαν τις καθιερωμένες γιορτινές ευχές. «Φέτος μας λείπει το δέντρο με τα φωτάκια μα ας είναι, τα δώρα μας θα τα ανταλλάξουμε». Της έδωσε ένα μεγάλο μακρύ κουτί, και το ίδιο έκανε κι εκείνη που βιάστηκε κατόπιν να ανοίξει το δικό της. Ο Τζον της είχε χαρίσει ένα χρυσό μενταγιόν με αμέθυστους και ζαφείρια που έγραφαν το όνομα της, το οποίο και πλαισίωνε μια λίμνη, ενώ εκείνη μια σπάνια έκδοση της αυτοβιογραφίας ενός Άγγλου βιολιστή που εκείνος τον εκτιμούσε πάρα πολύ. «Πού είναι ο Άλμπερτ; Έλεγα θα παίρναμε μαζί το πρωινό μας και πως μετά θα περνούσαμε για λίγο από το εκκλησάκι της Άνναμπελ, δεν πρέπει να λησμονούμε τι μέρα είναι σήμερα». «Έφυγε από νωρίς για την κλινική, το έμαθα από τους υπηρέτες, έλα να φάμε, τώρα δε γίνεται να μένεις νηστική». Τον ακολούθησε στο στρωμένο τραπέζι και γέμισε το πιάτο της με όλα τα υπέροχα και ιδιαίτερα εδέσματα που είχε ετοιμάσει για αυτούς το προσωπικό που εργαζόταν στο σπίτι. Το δώρο που κατέφτασε για εκείνη μαζί με την αλληλογραφία του Τζον την έβαλε σε υποψίες από την πρώτη στιγμή. Ποιος ήξερε πως είχε αρχίσει να ζει μαζί του εκεί; Βρήκε την ευκαιρία να το ανοίξει όταν τον είδε απορροφημένο από κάποιο χαρτί. Τη σημασία αυτού που έβλεπε δεν την κατάλαβε αμέσως, αλλά κάτι στο κόσμημα δεν της άρεσε. Επρόκειτο για ένα μεγάλο χρυσό βραχιόλι που είχε πάνω του τρεις μικρές ορχιδέες φτιαγμένες από μικρά ρουμπίνια. Βιάστηκε να το κρύψει μέσα στα ρούχα της χωρίς φυσικά να το δοκιμάσει. «Είναι όλα εντάξει»; Ο Τζον έπιασε πάλι το πιρούνι του. «Ναι, είμαι έτοιμη να ξεκινήσουμε για την εκκλησία όποτε θέλεις». Η Μπρέντα τσαλάκωσε το κουτί και το πέταξε στα σκουπίδια όταν εκείνος αποτελείωνε το φαγητό του. «Φεύγουμε αμέσως, θα πω να μας φέρουν το αμάξι. Δε σου κρύβω πως έχω αρχίσει να ανυπομονώ πάρα πολύ, τι θα γίνει αν δεν τα καταφέρει η Έβελιν»; «Μη σκέφτεσαι έτσι, καμιά τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει, πάμε».
YOU ARE READING
Η κατάρα των Λάγκερτον
RomanceΠρώτο βιβλίο: Μια τεράστια οικονομική δυναστεία... τρεις γενιές να σβήνουν μέσα στο αίμα και στην προδοσία... ένα παλάτι της συμφοράς και της απληστίας... ένας απαγορευμένος έρωτας που απειλεί να καταστρέψει τα πάντα... σκάνδαλα και πάθη, ίντριγκες...