-Αχ Μπρέντα, σε παρακαλώ, πες τα μου όλα για χθες. Η Έβελιν της χαμογέλασε εκτυφλωτικά γεμίζοντας την κούπα της με μαύρο τσάι που μοσχοβολούσε περγαμόντο. Κάθονταν οι δυο τους στην τραπεζαρία των Άλιστερ. Η Μπρέντα είχε φτάσει πριν από λίγο, έπειτα από τηλεφωνική πρόσκληση της ίδιας της Έβελιν, που της είχε προτείνει να πάρουν πρωινό μαζί κι αμέσως μετά να πάνε για ψώνια. Είχε δεχτεί πρόθυμα, άλλωστε όλο το βράδυ την απασχολούσε τη Μπρέντα όχι μόνο το ξενοδοχείο και τα εγκαίνια αλλά κι ο Άλμπερτ Άλιστερ.
-Ησύχασε καλή μου, όλα θα σου τα πω, δεν πρόκειται να παραλείψω τίποτα απολύτως. Όλες οι κυρίες νεαρές και μεγαλύτερες ήταν πολύ ακριβά ντυμένες με φορέματα κυρίως τα οποία περιττό να σου τα περιγράψω, μιλάμε για φοβερό γούστο... Πρέπει να μάθω ποιος τα σχεδιάζει για αυτές... Μιλούσε και μιλούσε η κοκκινομάλλα ξέροντας ακριβώς σε ποια σημεία θα έπρεπε να εστιάσει προκειμένου να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον της Έβελιν που δεν έχανε ούτε λέξη. Το δικό της μυαλό όμως δούλευε πυρετωδώς. Κι αν είχε έρθει στο μέγαρο των Άλιστερ για πρωινό είχε καλούς λόγους να το κάνει. Τις ώρες πριν από τα χθεσινά εγκαίνια τις είχε περάσει δουλεύοντας σκληρά, και δίπλα στην τσάντα της υπήρχαν οι αποδείξεις της προσπάθειας της μέσα σε ένα μαύρο ντοσιέ με το λογότυπο των Άλιστερ στο καπάκι του. Σύντομα θα έκανε τον Τζον Άλιστερ να την παντρευτεί, όχι όμως για να την κρατήσει κλεισμένη στο σπίτι προκειμένου να μεγαλώσει έναν ακόμη δικό του γιο, αν κι αυτό το ενδεχόμενο μόνο άσχημο δεν ήταν...
-Σκέφτηκες τίποτα για το δικό μας ξενοδοχείο; Ανυπομονώ να αρχίσω. Η Έβελιν αποτελείωσε το τσάι της και σκούπισε απαλά τα βαμμένα ροζ χείλη της με την πετσέτα που ήταν απλωμένη στα γόνατα της. Η Μπρέντα κούνησε το κεφάλι της και κοίταξε για μια στιγμή το κινητό της.
-Και βέβαια, για αυτό θα μου δώσεις ένα λεπτό, να πω δυο κουβέντες στον πατέρα σου αν είναι ακόμη εδώ και μετά φεύγουμε. Η Έβελιν χτύπησε τα χέρια της σαν μικρό παιδί. Θα τη βοηθούσε τη Μπρέντα σε ό,τι κι αν σχεδίαζε. Δεν είχε πάρει χάπια χθες το βράδυ, και της το χρωστούσε.
-Εδώ είναι, έχει κλειστεί στο γραφείο του με τον Άλμπερτ εδώ και μια ώρα. Απορώ τι συζητάνε οι δυο τους. Η Μπρέντα σηκώθηκε και πήρε την τσάντα και το ντοσιέ της.
-Δε στήνονται εύκολα οι επιχειρήσεις, ειδικά όταν είναι τόσο επικερδείς όσο οι δικές σας καλή μου. Βάζω στοίχημα πάντως πως κουβεντιάζουν για το ξενοδοχείο που μας ενδιαφέρει κι εμάς. Λοιπόν, περίμενε με, δε θα αργήσω, σκέψου από ποιο κατάστημα θα ξεκινήσουμε τα ψώνια μας. Εγώ πληρώνω σήμερα... Κάτι πήγε να πει η Έβελιν αλλά η Μπρέντα έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο κι ύστερα βγήκε χορευτικά από τη μεγάλη τραπεζαρία.
YOU ARE READING
Η κατάρα των Λάγκερτον
RomanceΠρώτο βιβλίο: Μια τεράστια οικονομική δυναστεία... τρεις γενιές να σβήνουν μέσα στο αίμα και στην προδοσία... ένα παλάτι της συμφοράς και της απληστίας... ένας απαγορευμένος έρωτας που απειλεί να καταστρέψει τα πάντα... σκάνδαλα και πάθη, ίντριγκες...