Η Κάθριν Ντέργκελ ήπιε μια γουλιά από το σμούθις της με το κακάο και την καρύδα, και κοίταξε την ώρα στο χρυσό της ρολόι. Κόντευε έντεκα το πρωί. Βρισκόταν στο σπίτι της αδερφής της στη Γαλλία εδώ και λίγες εβδομάδες, θέλοντας να συνέλθει έπειτα από τα πολλά διαδοχικά άσχημα γεγονότα που της είχαν συμβεί το τελευταίο διάστημα. Πρώτα από όλα η καριέρα της βρισκόταν ξανά σε κίνδυνο, αφού οι πόροι για τη δημιουργία των αρωμάτων της εξανεμίζονταν γρηγορότερα από όσο νόμιζε. Στην αρχή, όσο η Αραμπέλα Λάγκερτον χρηματοδοτούσε τη δουλειά της, τα πάντα προχωρούσαν σωστά, και τα αρώματα πουλιόνταν ταχύτατα. Οι σπατάλες όμως στις οποίες άρχισε σταδιακά να επιδίδεται η Κάθριν, την έφερναν όλο και πιο κοντά στην καταστροφή. Η λανθασμένη της εκτίμηση πως θα μπορούσε να ζήσει όπως ακριβώς και οι άνθρωποι που την πλήρωναν για να τους φτιάχνει τα προσωπικά τους αρώματα, την έσπρωχνε βήμα το βήμα στο χείλος του γκρεμού. Αρχικά αγόρασε ένα μικρό ιδιωτικό σκάφος για να πηγαίνει παντού με αυτό, σε λίγο όμως έγινε σαφές πως δε θα μπορούσε με τίποτα να το συντηρήσει, κι έτσι αναγκάστηκε να το αποχωριστεί. Έπειτα, έκανε σχέση με έναν πιλότο αλλά σε λίγο την άφησε κι αυτός για μια πολύ νεότερη γυναίκα. Η Κάθριν δεν απογοητεύτηκε, και δοκίμασε να προσεγγίσει τον πάμπλουτο μπαμπά μιας έφηβης για τον οποίο εργαζόταν τελευταία, αλλά και με αυτόν τα πράγματα δεν πήγαν καλά εξαιτίας της καχυποψίας που τον διακατείχε, αφού νόμιζε πως η Κάθριν έμενε κοντά του απλώς και μόνο για τα χρήματα του. Ό,τι κι αν έκανε για να τον πείσει πως μόνο τη συντροφιά του ήθελε, εκείνος δεν άργησε να της ζητήσει να χωρίσουν. Τα πράγματα στη δουλειά της δεν πήγαιναν άσχημα μέχρι πρόσφατα, αλλά κι αυτό έμελλε να αλλάξει όταν άρχισαν να κάνουν δειλά την εμφάνιση τους διάφορα δημοσιεύματα που υπαινίσσονταν πως η Κάθριν είχε βασίσει το πιο πρόσφατο της άρωμα στη δουλειά μιας Ιταλίδας αρωματοποιού που έλεγε παντού πως κάποιοι είχαν χακάρει τους ηλεκτρονικούς της υπολογιστές. Η αλήθεια ήταν πως τα δυο αρώματα έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους. Ανίκανη πια να διαχειριστεί σωστά όλα αυτά τα προβλήματα, η Κάθριν ανέθεσε τα πάντα στους λογιστές και στους υπόλοιπους υπαλλήλους της, κι αφού μάζεψε τα πράγματα της, τηλεφώνησε στην αδερφή της κι έφυγε από την Αγγλία. Το μόνο που ήθελε ήταν να κάνει μια νέα αρχή. Δεν το είχε πει σε κανέναν πως δεν περνούσε μέρα χωρίς να φέρει στη μνήμη της τον Καρλ Γουίζερ και τη ζωή που είχε μοιραστεί παλιά μαζί του. Τότε πίστευε πως της αρκούσαν λιγότερα για να είναι ευτυχισμένη, μα το γνωστό ζήτημα της διαχείρισης των χρημάτων, την είχε αναγκάσει να δεχτεί την κατά τα άλλα δελεαστική και συμφέρουσα πρόταση της περίφημης Αραμπέλα Λάγκερτον. Εγκατέλειψε τον Καρλ, δίνοντας της το λόγο της πως δε θα τον αναζητούσε ποτέ ξανά και τον κράτησε παρά τις δυσκολίες. Τον είχε αγαπήσει, τον είχε πιστέψει, και ήταν έτοιμη να τον στηρίξει στα πάντα για να αναδειχθεί εκείνος. Όταν βεβαίως κατάλαβε πως όσο κι αν πάλευε θα ερχόταν δεύτερη στη ζωή του, τα πάντα έγιναν σκόνη και στάχτη. Το κινητό στο τραπεζάκι δονήθηκε, πάνω που ετοιμαζόταν να το πιάσει για να καλέσει τον λογιστή της. Είδε πως είχε λάβει μόλις ένα καινούριο e-mail. Το άνοιξε κάνοντας την ευχή να μη δοκίμαζε κάποια δυσάρεστη έκπληξη διαβάζοντας το. Τελικά, όταν το έκανε, δεν ήταν σε θέση να πει αν η έκπληξη ήταν δυσάρεστη ή ευχάριστη. Η αποστολέας του ηλεκτρονικού αυτού μηνύματος άκουγε στο όνομα Νίνα Γουίζελ, και ισχυριζόταν πως ήταν μια από τους μετόχους του ομίλου Λάγκερτον. Της έγραφε είπε, για να την ενημερώσει πως ο κύριος Γουίλλιαμ Λάγκερτον επιθυμούσε να τη δει στο γραφείο του το συντομότερο δυνατό. Η Κάθριν αποτελείωσε το ποτό της, και τηλεφώνησε στον λογιστή της. Τα νέα που έμαθε δεν ήταν ενθαρρυντικά. Τα δημοσιεύματα που την ήθελαν να καπηλεύεται τη δουλειά της Σέλμα αγρίευαν καθημερινά, με την Ιταλίδα να βγάζει δελτίο τύπου για μια συνέντευξη που θα παραχωρούσε αύριο, υποσχόμενη να δώσει στον τύπο αποδείξεις για την ενοχή της Κάθριν. Οι πωλήσεις των αρωμάτων της είχαν αρχίσει να κατρακυλάνε, κι αφού εκείνη απουσίαζε, ό,τι κι αν έκαναν οι διαφημιστές, δεν ήταν εύκολο να φτιάξουν τα πράγματα. Ευχαρίστησε τον λογιστή και το έκλεισε. Η ηρεμία την οποία προσδοκούσε να βρει εξακολουθούσε να της διαφεύγει παταγωδώς. Σηκώθηκε και βγήκε από το σπίτι. Έκανε κρύο αλλά μόλις που το ένιωθε. Κάλεσε ένα ταξί αποφασίζοντας να κάνει μια βόλτα στον Σηκουάνα. Μπορεί να της άρεσε η Γαλλία, μπορεί να χαιρόταν υπερβολικά την κάθε στιγμή που περνούσε εκεί με την αδερφή της, το αναθεματισμένο όμως το Λονδίνο την τραβούσε πάντα σαν μαγνήτης. Έστειλε την απάντηση της στη Νίνα Γουίζελ μέσα από το ταξί, ρωτώντας την με σαφήνεια τον λόγο για τον οποίο την καλούσε κοντά του ένας επιχειρηματίας του βεληνεκούς του Γουίλλιαμ Λάγκερτον. Αν δεν έπαιρνε κι άλλες πληροφορίες, τότε δε θα έκανε καμιά κίνηση. Ωστόσο, αν πήγαινε να τον δει και να τον ακούσει, ίσως και να συναντούσε πάλι τον Καρλ, τον οποίο δεν έλεγε να ξεχάσει με όσους άλλους άνδρες κι αν είχε πλαγιάσει.
YOU ARE READING
Η κατάρα των Λάγκερτον
RomanceΠρώτο βιβλίο: Μια τεράστια οικονομική δυναστεία... τρεις γενιές να σβήνουν μέσα στο αίμα και στην προδοσία... ένα παλάτι της συμφοράς και της απληστίας... ένας απαγορευμένος έρωτας που απειλεί να καταστρέψει τα πάντα... σκάνδαλα και πάθη, ίντριγκες...