Ας πούμε ότι έχω έναν αιώνα να γράψω γιατί είμαι με μια βαλίτσα και γυρνάω μια βδομάδα από δω κι από κει σαν το ρημάδι της ζωής.
Τις προάλλες ο Μικρός είχε γενέθλια και σκοπεύαμε να τα πιούμε σπίτι μου να γιορτάσουμε και να κοπροσκυλιάσουμε μετά μουσικής. Οι γονείς μου, επειδή σιχαίνονται μέχρι και τ' άντερα τους, δεν θέλουν να έρχεται κανένας στο σπιτικό τους (πόσω μάλλον για να τους πηδήξει την κόρη). Όχι ότι τους έχει κάνει κάτι ο Μικρός δηλαδή. Τα τυπικά μόνο τους λέει κάθε φορά. Ένα χάου μπου γιου μπου κι έξω απ' την πόρτα (άσχετα που η μάνα μου του κάθεται στο λαιμό με τις αηδίες της). Όταν έμαθε λοιπόν ο πατέρας μου για τα γενέθλια, έγινε της μουρλής το πανηγύρι. Άρχισε να γκαρίζει χωρίς αύριο, να πέφτει πάνω στην πόρτα μου να τη σπάσει, να λέει ότι το σπίτι είναι δικό του και δε μπορώ να του επιβάλλω τη ζωή μου κι άλλα τέτοια κουλά, και να φωνάζει ότι περιμένει τον Μικρό να του τα ψάλλει (το με τι πρόσχημα, μη ρωτάτε εμένα. Εγώ το λέω ευαίσθητο ανδρισμό, αλλά μη μου δίνετε σημασία, όλο κάτι τέτοια λέω). Εγώ στο μεταξύ μιλούσα με το Μικρό στο τηλέφωνο, άκουσε όλο το σαματά κι ετοιμάστηκε να' ρθει να τις παίξουν κανονικά. Εγώ, άλλο που δεν είχα καμία αντίρρηση να μαυρίσει τον παλαβό πατέρα μου στις φάπες (πράγμα που αν δε μετακομίσω σύντομα, θα καταλήξω να το κάνω εγώ), του είπα να μην έρθει καλύτερα, γιατί είναι τα γενέθλια του κι είναι κρίμα, αντί να σβήνουμε κεράκια, να σβήσουμε καντήλια. Παρ' όλα αυτά είχα στο νου μου κιόλας ότι εγώ με τέτοιο μαλάκα στο ίδιο σπίτι δε γίνεται να μένω άλλο, διότι το θεωρώ γελοίο να ζητάω και την άδεια για το τι θα κάνω στο δωμάτιο μου, από ένα άτομο που θεωρώ (επιεικώς) εγκεφαλικά κατώτερο μου. Τα διηγήθηκα όλα αυτά σε μια φίλη μου την Αράχοβα, (όπως φωνάζουμε η μία την άλλη σαν inside joke από ένα παραδοσιακό παραμύθι). Αυτή επειδή μένει μόνη της σε σπίτι παλιό την γονιών της, χωρίς νοίκι, μου είπε να έρθω να μείνω όσο θέλω. Εδώ είμαστε, λέω. Άρχισα να μαζεύω τα πράγματα μου σε βαλίτσα, και στο μεταξύ μέχρι να φύγω, είχα κλειδωθεί στο δωμάτιο μου και δεν μιλούσα σε κανέναν στο σπίτι. (Γιατί στο μεταξύ είχε βάλει κι η μάνα μου το χεράκι της στο όλο νταβαντούρι, κι ύστερα έκλαιγε κιόλας. Ο ένας πιο τρελός από τον άλλο).
Εντωμεταξύ, τις επόμενες μέρες μετά από την κρισάρα του, ο άλλος να έχει μια μούρη σαν δαρμένο κουτάβι και να προσπαθεί να μου μιλήσει. Πήγαινα στην κουζίνα να φάω μια μπουκιά; "Παιδί μου θέλω να μιλήσουμε". Με πετύχαινε στο διάδρομο που έβγαινα να κατουρήσω; "Παιδί μου γιατί δεν απαντάς". Μέχρι και γραμματάκια κάτω απ' την πόρτα μου άφηνε, που έλεγαν "ΑΡΙΈΛΛΑ ΣΟΥ ΕΧΩ ΒΆΛΕΙ 100 ΕΥΡΏ ΣΤΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΌ ΣΟΥ ΚΑΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΙΛΉΣΟΥΜΕ. Ο ΠΑΤΈΡΑΣ ΣΟΥ". Τον έκλανα κανονικά. Ούτε να με πλήρωνε δε θα του μίλαγα (που κατά κάποιο τρόπο το έκανε κι αυτό). Σιγά μην ασχοληθώ εγώ με του κάθε μικροψώλη το χαβά. Έκανα κάνα δυο μέρες υπομονή και μετά τα βρόντηξα και πήγα στην Αράχοβα.
Εκεί έκατσα τελικά μόνο μια βδομάδα, καθότι η Αράχοβα, έχοντας ένα κάρο άλυτα ψυχολογικά και ζώντας μόνη από τότε που ενηλικιώθηκε, δεν μπορούσε τελικά να συνηθίσει να συγκατοικεί με κάποιον κι η ψυχολογία της ήταν μονίμως κακή όταν ήμουν στο σπίτι. Για να μην τη στεναχωρώ, την ευχαρίστησα για τη βοήθεια της και πήγα στον Μικρό, από όπου έφυγα δύο μέρες αργότερα, γιατί έχουν το ίδιο πρόβλημα ιδιωτικότητας με τους τρελούς στο δικό μου σπίτι (μόνο που αυτοί το εκφράζουν ήρεμα, ευγενικά και πολιτισμένα, κι όχι σπάζοντας τις πόρτες των παιδιών τους μέρα μεσημέρι). Στο μεταξύ είχα αρρωστήσει κιόλας, και με την πίεση, τις διαρκείς μετακινήσεις και το άγχος που είχα για το τι θα κάνω, είχα πέσει σε κατάθλιψη.
Μια γνωστή μου προσπάθησε να με βοηθήσει μεσολαβώντας για να μείνω στο σπίτι ενός γνωστού της που έλειπε στο στρατό και δεν είχε θέμα. Τέλεια λέω, θα ζω μόνη μου και δε θα ενοχλώ και κανέναν. Βγήκα λοιπόν μαζί της να μιλήσουμε, κι έμαθα ότι το σπίτι δεν έχει θέρμανση. Μετά έμαθα ότι δεν έχει ούτε ίντερνετ. Ούτε πλυντήριο. Ούτε σούπερ μάρκετ κοντά, ούτε λεωφορεία, ούτε επικοινωνία με τα εγκόσμια γενικότερα. Ήταν ανεβασμένο σε ένα βουναλάκι στον Κορυδαλλό, γεμάτο κατσάβραχα, τσιγγάνους και τύπους που έκλεβαν. Πιο πολύ με άγχωνε η ιδέα να μείνω εκεί, παρά να γυρίσω σπίτι.
Γύρισα λοιπόν κακήν κακώς πίσω, περιμένοντας να βγάλω καινούρια χρεωστική, να μπει η εφτακοσούρα που έβγαλα στο ίντερνετ στέλνοντας nudes (ναι, κι όμως. Μέσα σε δύο μήνες έβγαλα 700 ευρώ. Και μετά με θεωρούν ανάξια να βγάλω δικά μου λεφτά, άντε να τους εξηγώ) και να ξεκινήσω το σεμινάριο μου ώστε να πιάσω δουλειά. Μου είχε πει κι η κοπέλα ότι μαζεύει λεφτά κι αυτή να φύγει από το σπίτι, και συμφωνήσαμε να συγκατοικήσουμε. Αυτή τη στιγμή ψάχνω σπίτι που να είναι κάτω από 300 ευρώ, κοντά στο πιρσάδικο, να μην είναι αχούρι, να έχει έξτρα υπνοδωμάτιο και να μην έχει φαντάσματα. (Γιατί στα περισσότερα που είδα, κόβω τον κώλο μου ότι έχει πεθάνει κάποια γριά και τα βγάλαν για ενοικίαση με συνοπτικές διαδικασίες τα εγγόνια της). Ήθελα επιπλωμένο, αλλά είναι πολύ ακριβά για εκείνη, κι άμα τα κάνω όλα χωρίς συγκάτοικο θα αγχωθώ διπλά γιατί θα πέσουν όλα τα έξοδα πάνω μου.
Με λίγα λόγια, το μόνο που έχει πετύχει τελευταία στη ζωή μου, είναι η βαφή.
Εσείς, καλά;
YOU ARE READING
Βιβλίο Παραπόνων
HumorΣε αυτό το βιβλίο θα κράξω ό, τι μα ό, τι μου τη δίνει. Κι αυτό επειδή μου τελείωσαν τα λεφτά για ψυχανάλυση. Θα γκρινιάξω για τους γονείς μου, τους πρώην μου, την πολιτική, το σόι μου όλο, την πατριαρχία, τους μπάτσους, την κυτταρίτιδά μου, τη δυσκ...