23

177 5 0
                                    

Σα μοίραζε ο Θεός μαλλί, κάλλος, μυαλά και τύχες,
μου' ριξε και με πλάκωσε, εφτά δεμάτια τρίχες.
Γεννήθηκα άσπρη και σπανή, ωσάν μικρό κρινάκι
και τώρα βρίσκομ' αγκαζέ με ένα ξυραφάκι.
Μ' έδωκε τρίχες στην κοιλιά, στα πόδια και στα χέρια,
κι απ' το πολύ το τρίχωμα, σκάω τα καλοκαίρια.
Η τρίχα είναι κάγκελο, κοντεύει να με γδάρει,
και πώς φοβάμαι μη βρεθεί μια μέρα ένα μανάρι,
οι άλλες τις ποδάρες τους ν' απλώνουν να μπανίσει,
και να κλωσώ τα σκέλια μου, μη δεν τα' χω ξουρίσει.
Δοκίμασα ό,τι μέθοδο μες στο ντουνιά υπάρχει,
και με τσουρουφλιστά κεριά έδωσα γερή μάχη.
Τ' άπλωνα στα ποδάρια μου, να κάψουνε το χνούδι,
(για να μη μοιάζω και πολύ σαν τριχωτό αρκούδι),
και ύστερα τα τράβαγα με περισσή μανία
και ούρλιαζα σαν τον Ταρζάν, και μ' έπιανε υστερία.
Μπάστακες οι βρωμότριχες. Δε φεύγαν οι βλαμμένες!
Ξαναφυτρώναν έπειτα, μαύρες και κακιασμένες!
Τα πήρα και τις όργωσα μ' ένα βαρύ ξυράφι,
μα κάθε που τις άφηνα, μου φύτρωνε χωράφι.
Και να' ταν μον' τα πόδια μου, που πόνο να τα είχα...
Δεσπόζουν κι οι μασχάλες μου μέσα στη μαύρη τρίχα!
(Καμιά φορά σα βαρεθώ, πηγαίνω στα παιδάκια
κι εκείνα μ' ενθουσιασμό τους πλέκουν κοτσιδάκια).
Αμ, πού τα πας τα πισινά! Αυτό κι αν με σκοτώνει!
Θα βγάλω τέλος μια ουρά, θα με φωνάζουν πόνυ!
Ανάθεμα που μ' έτυχαν τρίχες για να ξυρίζω,
γενιάδα να' χω να βλογώ, μαλλί για να χτενίζω.
Σε λίγο και σε έκδοση θα βγω παραμυθένια:
"Ω Ραπουνζέλ, ρίξε χαμέ τα κατσαρά σου γένια!"
Ανάθεμα τες τρίχες μου, που' μαι μια μαυροφρύδα,
που αποβραδίς τες πελεκώ και προκοπή δεν είδα!
(Γάμα ξυράφια και κεριά. Πληρώνω όσο όσο
να πάρω αλυσοπρίονο, για να τις ξεριζώσω).

Τούτο εδώ το έπος γράφτηκε από μένα στη δευτέρα λυκείου, κάτω από το θρανίο αν θυμάμαι καλά (όπου μεγαλουργούσα για χρόνια, μη μπορώντας καθόλου να προσέξω στο μάθημα). Ήξερα από πολύ μικρή ότι η μελαχρινή μου φύση δε θα με λυπηθεί καθόλου, κι ότι θα φάω την περιουσία μου σε λέιζερ, ταινίες αποτρίχωσης, κεριά και λιβάνια. Σήμερα στο ντους, καθώς ξύριζα το πέντε στρέμματα πόδι μου, αναπόλησα με συγκίνηση το χρόνιο βάσανο μου με την τριχοφυΐα, κι είπα, μια που είναι πια καλοκαίρι, να το μοιραστώ.

Όταν ήμουν δέκα χρονών, όλα πάνω μου άλλαξαν, λες και με βάρεσε κάποια αρχαία κέλτικη κατάρα. Μου ήρθε περίοδος κι άρχισαν να μακραίνουν οι τρίχες στη μασχάλη μου, τόσο που μέχρι την έκτη δημοτικού έφτασαν να γίνουν περμανάντ και να γελάν μαζί μου όλα τα αγόρια της τάξης (από ζήλια μάλλον, γιατί αυτά, και μια τρίχα που είχαν μες στο βρακί τους, την πότιζαν να ψηλώσει). Να μη συζητήσω ότι το βυζί, από το πάχος και την ορμόνη, είχε γίνει σα γερμάς. Ακόμη θυμάμαι και το πρώτο μου σουτιέν. Ήταν ένα μπεμπέ, άσπρο με δαντελίτσα και ροζ τιράντες, που τις πείραζα διαρκώς απ' το καμάρι μου, και μέσα σ' ένα μήνα τις ξεχείλωσα.

Βιβλίο ΠαραπόνωνWhere stories live. Discover now