19

177 6 0
                                    

Αφού ζω ακόμη μετά από τέτοιο μεσοβδόμαδο ξεπαρτάλιασμα, καλά είμαστε.

Την Τετάρτη έκλεινα δύο χρόνια με τον Μικρό, και πήγαμε ραντεβουδάκι σινεμά. Μετά μας είχε καλέσει η Φλαμουριά στο Rainbow, όπου ήταν με την παρέα της για μπύρες. Όταν φτάσαμε, ο Μικρός έφυγε σχεδόν αμέσως γιατί ήθελε να ξυπνήσει νωρίς να κάνει μια εργασία (μην τον χέσω κι αυτόν και τις εργασίες, άμα δεν είχε φύγει ίσως να μ' είχε σώσει αργότερα από την καταστροφή). Στη χαρούμενη παρεούλα μας ήταν ο νέος γκόμενος της Φλαμουριάς (για τον οποίο, για ευνόητους λόγους, έχω τις επιφυλάξεις μου), ο Άι. (ένα βαμπίρ του σύγχρονου κόσμου με μακριά καμπαρντίνα και vibes Σοφού απ' το Φορ Μπουαγιάρ), ο μαλλιάς απ' το λεσβιάδικο, ένας άλλος μαλλιάς με μουστάκλα, και κάτι άλλοι δευτέρας διαλογής που όλη τη νύχτα ανταλλάξαμε μόνο δύο κουβέντες. Εγώ είχα μαζί μου μια έξτρα τσάντα γεμάτη καλλυντικά, βιταμίνες, μια αλλαξιά και το μαραφέτι που κάνει μπούκλες, γιατί ερχόμουν κατευθείαν από το σπίτι του Μικρού κι έπρεπε να σουλουπωθώ για night out. Μπαίνω λοιπόν στην τουαλέτα, και βγαίνω δέκα λεπτά αργότερα Taylor Momsen (όπως ήταν το 2010, στις δόξες της).

Επειδή όμως ήμουν πάλι ταπί, είχα και μισή μπουκάλα περιπτερόκρασο στο μαγικό σακί μου, και το' πινα στα μουλωχτά, μη με δει η σερβιτόρα. Με πήρε χαμπάρι ο αλκοολικός μαλλιάς, και ζήτησε να πιει. Αργότερα, ζήτησε και το βαμπίρι. Να μην τα πολυλογώ, ένα ποτηράκι πρόφτασα να πιώ.

Κάποιος πήγε στο περίπτερο για τσιγάρα, και του παραγγείλαμε να φέρει άλλο ένα κρασί γιατί στεγνώσαμε. Δεύτερος γύρος του θανάτου, το λοιπόν. Είχαμε κάνει κεφάλι κι αρχίσαμε να κάνουμε συζητήσεις επιπέδου. Παρατήρησα μια ιδιαίτερη πνευματική σύνδεση μεταξύ εμού και του βαμπίρ, κι ένιωσα άνετα να πίνω κι απ' το δικό του ποτό (που δε θυμάμαι τι ήταν, αλλά ήταν μια αηδία).

Στο τέλος, που οι πιο ξέμπαρκοι έφυγαν, εμείς που μείναμε αποφασίσαμε να πάμε σε άλλο μαγαζί, γιατί αυτό έκλεινε. Όμως, μεσοβδόμαδα, τα περισσότερα ξενυχτάδικα είχαν λουκέτο. Μας έβγαλε ο δρόμος μας σ' ένα καγκουράδικο στην πλατεία, το μοναδικό ανοιχτό και χωρίς είσοδο, και μπήκαμε. Το σκυλοσουξεδάκι πήγαινε σύννεφο, κι εμείς, που ήμασταν ήδη πιωμένοι, κάναμε τουέρκ δίχως αύριο. Το βαμπίρ κι εγώ μοιραστήκαμε δύο βότκες, ως ένδειξη φιλίας. Κάτι λαϊκές απ' τα απέναντι τραπέζια μας κέρναγαν σφηνάκια και μας έκλειναν πονηρά το ματάκι. Κάπου εκεί άρχισα να κελαηδάω ολόκληρη και να μην πολυξέρω τι μου γίνεται. Ακόμη όμως άντεχα.

Βιβλίο ΠαραπόνωνWhere stories live. Discover now