5

230 8 0
                                    

Σε αυτό το δροσερό, καλοκαιρινό κεφάλαιο, λέω να κράξω το κάμπινκ. (Και τους μπάτσους. Αλλά μετά).

Πήγαμε για τρεις μέρες στη Φοινικούντα, σε ένα οργανωμένο κάμπινγκ όπου ο Μικρός κι οι φίλοι του πηγαίνουν από παιδιά. Το γιατί μην το ρωτάτε, ούτε κι εγώ κατάλαβα. Όταν ζεις στο κάμπινγκ, μαθαίνεις από πρώτο χέρι πώς ζουν οι τσιγγάνοι. Βρωμάς και ζέχνεις όλο το 24ωρο, δε μπορείς να κοιμηθείς απ' τη ζέστη, τρέφεσαι με κονσέρβες και με κράκερ, κι ακούς όλη την ώρα τους διπλανούς σου να κάνουνε σεξ ή τα κουτσούβελά τους να κλαίνε και να τσιρίζουν. Μιλάμε, ζωάρα. Ο Τομ Χανκς θα τη ζήλευε τέτοια χλιδή.

Πέραν του ότι σαν άνθρωπος έχω κάποιες δυσκολίες και χρειάζομαι φαρμακευτική στήριξη και την ανάλογη πρόσβαση στην τουαλέτα για να τα βγάλω πέρα (και εννοώ ότι είμαι δυσκοίλια και χρειάζομαι καθαρτικά για να μην πάω απ' το ίδιο μου το σκατό καμιά ώρα), είμαι και ολίγον πριγκιπέσσα. Θέλω το ερκοντίσιον μου, θέλω να απλώνω την κορμάρα μου σε στρώμα τη νύχτα (ώστε να μη χρειάζομαι φυσιοθεραπευτή μετά από κάθε ύπνο), θέλω τα ψυγεία μου, τα γιαούρτια μου, τον καφέ μου και τα μαγειρευτά μου.

Αφού λοιπόν απ' την αϋπνία, την ταλαιπωρία και τα σκατολοΐδια που έτρωγα πήρα δύο κιλά (κι άλλα δύο απ' το πιοτί), τελευταία μέρα είπαμε να πάμε μέχρι την Καλαμάτα να κάνει rapid τεστ ο Τ., ο οποίος ταξίδευε την επομένη. Ξεκινήσαμε λοιπόν τέσσερις αναρχοάπλυτοι και μια κακομοίρα, με το αμάξι του Μικρού, και επειδή από συνέπεια σκίζουμε, όταν φτάσαμε το κέντρο υγείας είχε κλείσει. Στο μεταξύ εμένα μου έσπασε κι η παντόφλα μες στο λιοπύρι, κι επειδή ήταν οχτώ πόντοι ύψος, δε μπορούσα να προχωρήσω καθόλου. Ο Τ. μου έδωσε τη δικιά του μπας και ξεκουνηθούμε καμία ώρα, και να τον βλέπεις τώρα να πηγαίνει το' να πόδι με τη σπασμένη πλατφόρμα και το άλλο με το φλατ, σαν κουτσή ακρίδα. Κάτσαμε λίγο για σουβλάκια και μετά γυρίσαμε πίσω καταϊδρωμένοι. Οι άλλοι μες στο αμάξι είχαν κάτσει τόπλες, γιατί η ζέστη δεν παλευόταν.

Στο δρόμο για το γυρισμό, θες τα κόκκινα που καίγαμε, θες οι εμπρησμοί σε όλο το λεκανοπέδιο, θες που ήμασταν και σαν τσιτσιδωμένοι τρομοκράτες όλοι μας, μας σταμάτησαν μπάτσοι για έλεγχο. (Εγώ εντωμεταξύ το έχω ξαναζήσει πολύ πρόσφατα αυτό, όταν, ενώ απλά καθόμασταν κάτω απ' το σπίτι μου εγώ κι ο Μικρός και μιλούσαμε ήσυχα κι ωραία για τη σχέση μας, μια γριά έφερε την αστυνομία επειδή της φαινόμασταν, λέει, ύποπτοι. Τι να σας πω δεν ξέρω. Σκεφτείτε πόσο συχνά βγαίνω απ' το σπίτι, που ούτε οι γριές της γειτονιάς μου δεν ξέρουν ότι μένω εκεί). Βγάζουν έξω το Μικρό, (τατού μανίκι, ξυρισμένη η μισή κεφάλα κι απ' την άλλη μαλλούρα, μούσι πιασμένο κοτσιδάκια, τέσσερα σκουλαρίκια στα χείλη, γυναικεία σχισμένα τζιν -έρωτας είναι, πανάθεμα τονε), βγάζουν έξω τον Τ. που είναι ίδιος με τον μαλλιά απ'τους Bee Gees κι έχει τριχοφυΐα νεάντερταλ, βγάζουν και τον Κ. που είναι σαν οβελίσκος με τατουάζ και αλυσίδες στο λαιμό, βγάζουν και τον ΔΑ που είναι σαν να τον ξέχασαν πίσω τα 80ς και να φύγανε. Τον ρωτάνε "Έχετε κάτι παράνομο στο αμάξι;". Όχι, τους λέει. "Σίγουρα;", το χαβά τους. "Όχι. Να πάω να κατουρήσω τώρα;". Εγκεφαλικό εγώ από τα γέλια.

Βιβλίο ΠαραπόνωνWhere stories live. Discover now