Δεκαοχτώ Καθρέφτες

18 0 0
                                    

"Πότε στη ζωή σου έχεις νιώσει τον περισσότερο πόνο;" Ρώτησε η Κατρίνα, καθισμένη στην αγαπημένη ταράτσα του Βάσα στην οδό Παπαφλέσσα 86, με τα πόδια της να κρέμονται στο κενό. Ήξερε την απάντηση, απλά ήθελε να βρει την δικαιολογία να το συζητήσει. 

Ο Βάσα σούφρωσε τα χείλια του, πέρνωντας μια γκριμάτσα σκέψης, και κοίταξε τον ουρανό φέρνοντας το μπουκάλι του τσίπουρου στο στόμα του. Το τσίπουρο αυτό ήταν κλεμμένο από τον Κάρολο και ο Βάσα το κουβαλούσε βαθιά μέσα στο σακίδιό του για παρόμοιες στιγμές.

"Όταν πήγαινα γυμνάσιο, είχα σπάσει το πόδι μου στο σκέιτ, τόσο πολύ που έπρεπε να μου το σπάσουν ξανά. Γιατί ήμουν καφράκος, τους είπα να το κάνουν χωρίς αναισθησία. Δάγκωσα μια πετσέτα και με κράταγαν τέσσερις νοσηλευτές κάτω." Είπε και γέλασε. "Εσύ;"

"Χημικό έγκαυμα στον αμφιβληστροειδή σίγουρα πατάει τη φορά που ράγισα το καρπό μου." Είπε και χαμογέλασε στον ουρανό.

"Πως... ήταν αυτό; Πως ένιωθες;"

"Έβλεπα κάτι τρελά σχήματα σε τρελά χρώματα με έντονα φώτα για πολλή ώρα. Και επειδή μετά από αυτό ήμουν σε σκοτάδι για πολλές μέρες, απλά όταν άναψε η λάμπα κατάλαβα πως είμαι τυφλή."

"Όταν με μαχαίρωσες, δεν πόναγα για πολύ. Ήταν απότομο και σύντομο, καθόλου αίμα αν θυμάσαι. Απλά το πρήξιμο την επόμενη μέρα ήταν γαμήσι και συν ότι σήμερα έχω μηδέν τις εκατό όραση από το μάτι μου γιατί μου γάμησες τον κερατοειδή, μωρή πουτάνα." Είπε ο Βάσα καθώς τον κατέβαλε το συναίσθημα για μερικά δεύτερα, αλλά της χαμογέλασε για να μην τη στεναχωρήσει. "Κατρίνα, γιατί σου είναι τόσο σημαντική η εκδίκηση; Και γιατί κάθε φορά που την παίρνεις, πρέπει να είναι βάρβαρη;" 

"Γιατί η φιλενάδα σου είναι ένα γαμημένο μίασμα." Είπε ο Κάρολος που στεκόταν στην πόρτα που οδηγούσε στην ταράτσα. Ο Βάσα χλόμιασε, έγινε κάτασπρος σαν χαρτί και ένιωσε ανακατωσούρα στο στομάχι του. Ο Κάρολος τους κοιτούσε με σφιγμένο σαγόνι, και τα χείλια του να τρέμουν από την καθαρή οργή που τον είχε καταβάλλει. "Και όποιος πάει και γαμάει μιάσματα, ή πόσο μάλλον τα ερωτεύεται, είναι και αυτός ένας γαμημένος υπάνθρωπος." Είπε και μαζί του βγήκε ο Μάνος και ο Γιώργος, μαζί με άλλους δύο άντρες που τους πλησίασαν με όπλα στραμμένα στα πρόσωπά τους. 

"Δεν το πιστεύω, πούστη Βάσα." Ψέλλισε ο Μάνος που είχε γουρλώσει τα μάτια του κοιτώντας τους πάνω-κάτω, προσπαθώντας να το πιστέψει.

Το Δίκιο Το Έχουν Οι ΕξεγερμένοιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora