Παγωμένες Μέρες

125 10 0
                                    

Μισόκλεισε τα μάτια της και σταμάτησε για λίγο να πάρει μια ανάσα. Το χιόνι την έκανε να περπατά όλο και πιο αργά και της προκαλούσε ζαλάδα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε. Αντιλαμβανόταν τι γινόταν γύρω της μα ήταν σκοτεινά. 

Η σκοτοδίνη την έριξε στο κρύο, άσπρο από το χιόνι, δάπεδο.

"Θεέ μου, γιατί ζαλίζομαι τόσο;" Αναρωτήθηκε δυνατά και ένιωσε κάποιον να πηδά από πίσω της και να την σπρώχνει μπροστά με βία. Μια λεπίδα ακούστηκε να ανοίγει δίπλα από το αυτί της και το κρύο ατσάλι την ακούμπησε στο μάγουλο. Όποιος ήταν από πάνω της, την έπιασε από τα μαλλιά με δύναμη και της έβγαλε το μπουφάν που κάλυπτε το λαιμό της, αφήνοντάς την με την ισοθερμική φανέλα, που δεν έκανε πολλά για να την προστατεύσει από το βαθύ κρύο. 

Κατέβασε τη λαιμουδιέρα από το πρόσωπο του και ο Βάσα της χαμογέλασε. 

"Το περίμενα πως δεν θα με άφηνες ήσυχη." Είπε και ο Βάσα διατήρησε την ησυχία του και πίεσε την λεπίδα κι άλλο πάνω στον λαιμό της. 

"Την έχεις γλιτώσει άπειρες φορές από εμένα. Αυτή τη φορά όμως δεν θα την γλιτώσεις. Αυτή τη φορά θα σε σκοτώσω." Είπε και η Κατρίνα αντέδρασε γρήγορα και τον κλότσησε στο στομάχι. Γλίστρησε από κάτω του και άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να χαθεί από τα μάτια του. 

Μπήκε σε ένα στενό και σκαρφάλωσε πάνω από τα κάγκελα με ευκολία. Ο Βάσα δεν ήταν εξίσου ευλύγιστος με την Κατρίνα, έτσι δεν μπόρεσε να την προφτάσει. Μόλις η Κατρίνα ανέβηκε τις απότομες στριφογυριστές σκάλες στο βομβαρδισμένο κτήριο, τον άκουσε να ανεβαίνει. Το κτήριο ήταν στενό και είχε πολλές σκάλες και τοίχους. Η Κατρίνα άρχισε να τρέχει μόλις τον άκουσε και προσπάθησε να κρυφτεί σε ένα από τα ετοιμόρροπα μπαλκόνια του ορόφου που βρισκόταν. 

Άκουσε τις δρασκελιές του πίσω της και πήδηξε από το μπαλκόνι με την ελπίδα να προσγειωθεί ομαλά. Έπεσε με τα πόδια κάτω χωρίς να σπάσει ευτυχώς κανένα κόκκαλο, αλλά η πτώση την είχε ταράξει και είχε δυναμώσει τον πονοκέφαλό της. Πριν προλάβει να επανέλθει στην πραγματικότητα, ο Βάσα την γύρισε μπρούμυτα και την φίλησε δυνατά.

"Τι κάνεις ρε μουνί;" Είπε η Κατρίνα και ο Βάσα της έκλεισε το στόμα. Κατεύθυνε το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της και την χάιδεψε. "Βάσα... Άφησέ με να φύγω... Κουράστηκα." Είπε χαμηλόφωνα και αδύναμα.

Τύλιξε το χέρι του γύρω από τον λαιμό της και έβαλε το βάρος του πάνω στην πλάτη της πιέζοντάς την κάτω καθώς το χέρι του ξεκούμπωνε το παντελόνι της.    

"Βάσα, με πονάς." Ψέλλισε η Κατρίνα αλλά την χαστούκισε με όλη του τη δύναμη. "Σε παρακαλώ, μια ανακωχή." 

"Βούλωσέ το. Δεν θες να ξαναρχίσω να σε χτυπάω γι' αυτό άσε με να κάνω ότι θέλω." Είπε και η Κατρίνα ακούμπησε το μάγουλο της κάτω και άρχισε να κλαίει. "Είσαι τυχερή που είμαι τόσο αργός μαζί σου. Το κάνω αργά και ρομαντικά, μη μου σπάσεις." Κορόιδεψε και γέλασε καθώς πίεσε τα δάχτυλά του μέσα της και έβαλε το μαχαίρι μέσα στο στόμα της. 

Άφησε μερικά αναφωνήματα απόγνωσης, με δάκρυα να πέφτουν από το πρόσωπό της. 

"Θα σε κάνω πουτανάκι μου ακόμα και μετά-θάνατον." Της ψιθύρισε στο αυτί καθώς ξεκούμπωνε το παντελόνι του. Καθώς μπήκε μέσα της κατεύθυνε το μαχαίρι στο πόδι της και την μαχαίρωσε. Η Κατρίνα γούρλωσε τα μάτια της από τον πόνο και τέντωσε τα χέρια της για να πιαστεί από κάπου και να τραβηχτεί μακριά. 

"Δεν θα πας πουθενά." Της είπε με μίσος στη φωνή του. Την κοίταξε μέσα στα μάτια καθώς ο πόνος και το σοκ διαγραφόντουσαν στο βλέμμα της. Την φίλησε παθιασμένα στα χείλια και έβαλε το αντίχειρά του μέσα στο στόμα της. "Είσαι πανέμορφη όταν πεθαίνεις. Σου το είχα πει, πως όταν ψοφήσεις, θα πάρω το πτώμα σου και θα το βάλω στο σαλόνι μου." Της ψιθύρισε και έκλεισε τα μάτια του με απόλαυση και την κράτησε από τη μέση πιέζοντας τους γοφούς του πάνω στους δικούς της. Η Κατρίνα ψηλάφισε την μέση της, και βρήκε το δικό της μαχαίρι που ήταν κρυμμένο στο παντελόνι της.

Έβαλε το χέρι του δίπλα στην πληγή και άφησε το αίμα να λερώσει τα δάχτυλά του. Την έπιασε από το πρόσωπο, πασαλείβοντας το αίμα της πάνω στο πρόσωπό της. Η Κατρίνα βρήκε την τέλεια στιγμή να χώσει το μαχαίρι μέσα στο μηρό του. Προσπάθησε να κάμψει το σώμα της, να μην μείνει κοκκαλωμένη από τον φόβο και το πόσο πονούσε. Ο Βάσα δεν μίλησε μα έσφειξε τα δόντια του για να αντέξει τον πόνο που είχε μόλις αρχίσει να τον τρυπά.

"Μπάσταρδε." Του φώναξε καθώς κρατούσε το πόδι της. "Δεν θα τη γλιτώσεις από εμένα."

"Όταν οι πόνοι γίνουν ανυπόφοροι, θα θες να το τελειώσεις μόνη σου. Θα ατιμαστείς αν αφήσεις τον εχθρό να σε σκοτώσει, σωστά; Αφού εσύ μισείς τον εαυτό σου, αν δεν κάνω λάθος." 

"Σε αγαπώ Βάσα." Είπε με ένα βογκητό, κλαίγοντας.

"Και εγώ σε αγαπώ." Είπε και ξάπλωσε πίσω κρατώντας το πόδι του.

Το Δίκιο Το Έχουν Οι ΕξεγερμένοιOù les histoires vivent. Découvrez maintenant