Μεσάνυχτα

10 0 0
                                    

"Σήκω Κατρίνα. Σήκω τώρα." Είπε ο Βάσα κρατώντας τη πληγή του. Την πλησίασε δυσκίνητα και πήγε να τη σηκώσει από το μπράτσο.

"Μη με αγγίζεις!" Φώναξε η Κατρίνα μα αμέσως μαλάκωσε την έκφραση του προσώπου της. Τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και γέλασε.

"Μη γελάς γαμώτο σου, τι είναι τόσο αστείο; Το ότι είμαστε το πιο τοξικό ζευγάρι στο λεκανοπέδιο της Αττικής;" Είπε ο Βάσα και η Κατρίνα κούνησε θετικά το κεφάλι της και συνέχισε να γελά. 

"Είναι γελοίο για εμένα το ότι σε αγαπώ. Κοίτα μας λίγο. Μόλις αλληλο-μαχαιρωθήκαμε, και τώρα θα πρέπει να πάμε ξανά στον Ιγκόρ, αλλά ακούω πυροβολισμούς στο κέντρο της πόλης και είμαστε στο λόφο του Γαλατσίου και ξέρω πως έχεις μεταφορικό μέσο, άρα θα μας σταματήσουν γιατί θα έχει στρατιωτικά μπλόκα, και μόλις με αναγνωρίσουν θα με συλλάβουν και εσένα μαζί για συνεργό. Γι'αυτό λοιπόν, σκέψου γρήγορα με το μεγάλο σου κεφάλι για να μην πεθάνουμε από αιμορραγία εδώ πάνω." Είπε η Κατρίνα με τις βαριές, πονεμένες ανάσες της να μετατρέπονται σε πάχνη. 

Το αίμα του Βάσα έλιωνε το χιόνι γύρω από το πόδι του και προσπαθούσε να σκεφτεί όσο γρήγορα γινόταν μέσα στην οδύνη του τραύματός του ώστε να βρει τρόπο να μην ξεψυχήσουν τόσο άτιμα, παρέα. "Δεν θα ήταν ελάχιστα ρομαντικό να πεθάνουμε παρέα, Κατρίνα;" Ρώτησε και της κράτησε το χέρι. 

"Νομίζω πως μια μέρα θα γίνει." Είπε η Κατρίνα τραβώντας μακριά το χέρι της, βγάζοντας το παπούτσι της, χωρίς να του δίνει πάρα πολύ σημασία. Έσκισε τη κάλτσα της με το μαχαίρι, και την έδεσε σφιχτά πάνω από τη πληγή της. "Ή πιο απλά, μια μέρα ο ένας θα σκοτώσει τον άλλο." Είπε και άφησε τη φράση να αιωρηθεί, κάνοντας τον Βάσα να στεναχωρηθεί.

"Ποιος θα πεθάνει πρώτος;" Η Κατρίνα τον έδειξε με το δάχτυλό της και συγκεντρώθηκε ξανά στη πληγή της. "Γιατί;" 

"Κάτι ξέρω. Ή ίσως εγώ θα πεθάνω πρώτη. Αλλά δεν θα σου δώσω τη χαρά να με σκοτώσεις." Είπε και του έκλεισε το μάτι. 

"Σήκω. Θα οδηγήσω εγώ." Είπε και χωρίς να την περιμένει, την σήκωσε με περίσσια ευκολία από το μπράτσο. "Θα πάω με ελιγμούς μέσα στη πόλη και θα πάμε στον Ιγκόρ και όλα καλά. Στο υπόσχομαι, δεν θα συμβεί τίποτα." Η Κατρίνα βόγκηξε καθώς σηκωνόταν, μα τον ακολούθησε γιατί ένιωθε σιγά σιγά τη ζαλάδα και την κατατονία να την καταλαμβάνουν. Περπάτησαν προς το παρκαρισμένο, σαραβαλιασμένο Lada, και ο Βάσα την βοήθησε να μπει στη θέση του συνοδηγού κρατώντας την. Μπορούσε καλά να κρύψει το πόσο πονούσε ώστε να την βοηθήσει πιο πολύ από ότι τον βοηθά εκείνη, διότι είχε πράγματα να της αποδείξει.

Το Δίκιο Το Έχουν Οι ΕξεγερμένοιOnde histórias criam vida. Descubra agora