Να γιατί πονάμε

282 17 0
                                    

Η Άννα έμεινε μουγκή όχι ακριβώς έτοιμη να αναρωτηθεί γιατί όλοι είχαν τόσο ανάγκη να βρούν αυτή τη κοπέλα. Δεν ήξερε πως οι ακροδεξιοί έκαναν αυτά τα πράγματα. Είχαν κρυφτεί τόσο καλά απο τη κοινή γνώμη που ούτε εκείνη δεν τα ήξερε. Το στομάχι της γύριζε απο την αηδία για εκείνους και τον φόβο για εκείνη.

"Μάνο, γαμημένε, μπάσταρδε. Θα σε βρούμε. Μάνο Χαλβαδιώτη. Καριόλη. Ήξερα τα αντίποινα πως θα ήταν τόσο δυνατά αλλά που να το ήξερα... Μακάρι να το ήξερα..."  

Ο Μάνος Χαλβαδιώτης ήταν σημαντικό πρόσωπο της αντίπαλης πλευράς. Ένας από τους πιο περίφημους ναζιστές του τάγματος, διάσημος για το πόσο ανηλεής και μισογύνης ήταν.

"Και η Κατρίνα, μου είχε πεί μια μέρα στην Ιταλία πως ήθελε να κάνει παιδί. Αυτό το πουστόπαιδο επίσης, ο Γιώργος Δώνης, ο πρεζάκιας που πουλάει τα κοριτσάκια. Θα τον σκοτώσω μια μέρα. Κατρίνα, άμα ποτέ το δείς αυτό σε παρακαλώ συγχώρεσε με."

Η Άννα δεν είπε λέξη και κοίταξε τα χαρτιά. Δεν είχε λέξη να αρθρώσει ακόμα, και απλά άφησε το ημερολόγιο εκεί που το βρήκε. Ένιωσε το πάτωμα απο κάτω να γίνεται ένα σωρό απο μυρμήγκια και να ανεβαίνει κατά μήκος των ποδιών της. Ο Γιώργος ήταν ο νταβατζής εκείνης και της Δόμνας, δεν ήξερε πως ήταν τόσο βαθιά χωμένος. Έκλεισε την κούτα και πήρε τον δρόμο για την έξοδο.

Πήρε ένα παλτό που μάλλον ήταν του Μπίλυ και όχι δικό της και κατέβηκε απότομα την σκάλα. Βγήκε στην πλατεία και η βροχή είχε κοπάσει αλλά δεν έμοιαζε να είχε κοπάσει πλήρως, τουλάχιστον για τώρα. Έκανε τον δρόμο της για να πάει πίσω στο σπίτι και να πεί καμιά βλακεία με την Δόμνα και μετά να κοιμηθεί. Μπορούσε όμως;

Μερικά βήματα πρίν το σπίτι της άκουσε κάποιον απο πίσω της, και γύρισε για να δεί τον Μπίλυ να την κοιτάει επίμονα κρατώντας μια ομπρέλα.

"Ξέρεις, το θέλω το παλτό μου." Είπε και της έδωσε την ομπρέλα. Η Άννα χαμογέλασε αμήχανα και πήρε την ομπρέλα, σβήνωντας το χαμόγελό της και έφυγε με μεταβολή, περπατώντας προς την πολυκατοικία. "Έ, έ, έλα 'δω."

"Τι, γαμώτο; Πρέπει να πάω για δουλειά." Είπε και έβαλε το χέρι της μέσα στις τσέπες της, βγάζωντας το παλτό και πετώντας το πάνω στον ώμο του.

"Γιατί ξίνισες ξαφνικά; Σου έκανα τίποτα και δεν το ξέρω;" Ρώτησε και άφησε το παλτό εκεί που ήταν.

"Η Κατρίνα το είχε σκάσει;" Τον ρώτησε και ο Μπίλυς έμεινε χωρίς να πεί λέξη και κοίταξε αλλού.

"Ναι. Την είχα δεί μερικές μέρες μετά απο όταν ελευθερώθηκε το στρατόπεδο. Είπε πως θα πήγαινε στη Θεσσαλονίκη να φάει κάποιον." Είπε. Ο Μπίλυς δεν μίλησε άλλο και γύρισε να την κοιτάξει στα μάτια. Η Άννα προχώρησε για το σπίτι της και ο Μπίλυς πήγε προς το σπίτι του Χρήστου.

"Έλα βρέ, πως και μας επισκέυτηκες;" Ρώτησε ο Πάστας που έβγαινε απο το σπίτι. 

"Είναι σπίτι ο Χρήστος; Πρέπει να του μιλήσω για κάτι σημαντικό." Είπε ο Μπίλυ, και ο Πάστας κατάλαβε πως εάν αυτοί οι δύο έχουν να μιλήσουν δεν είναι κάτι καλό.

"Είναι, απλά χτύπα το κουδούνι." Είπε και άνοιξε την μπροστινή πόρτα γνέφοντας αντίο στον και ανοίγωντας την πόρτα του σπιτιού του, αφήνωντας κάτω τις τσάντες. Ο Γιώργος, ή Πάστας, ήταν βλοσυρός με όλους εκτός απο τη κόρη του. Φίλος που προσπαθούσε να μεγαλώσει ένα παιδί σε εποχή πολέμου. Ο Χρήστος περίμενε στην πόρτα του διαμερίσματός του και χασκογελούσε, καπνίζοντας ένα απο αυτά τα λεπτά, φθηνά πουράκια που μύριζαν βανίλια.

"Καλώς τον." Είπε ο Χρήστος. Ήταν ο σύντροφος της Εβελίνας και εκείνη τη μέρα έιχε να προσέξει τη κόρη του Πάστα, που ήταν εφτά χρονών, και έπαιζε μέσα στο δωμάτιό της με μια συνομήλικη φίλη της. Ο Μπίλυς κάθισε στον καναπέ στηρίζοντας το σαγόνι του στα πλεγμένα του δάχτυλα.

"Ήθελα να μιλήσω σε κάποιον." Είπε στο Χρήστο και ο Χρήστος κάθισε δίπλα του. 

"Μπορείς να μου λες τα πάντα. Ακούω." 

"Μου λείπει πραγματικά η Κατρίνα." Αναφώνησε με βουρκωμένα μάτια και ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τον Μπίλυ να κλαίει, και αυτό αναστάτωσε τον Χρήστο που δεν ήξερε τι να κάνει. Αναστέναξε, μιας κι σε εκείνον έλειπε τόσο που δεν μπορούσε να περιγράψει. Ήταν η παιδική του φίλη, και η τελευταία που είχε μείνει απο τη παρέα απο το σχολείο του.

"Σε όλους μας." Είπε ο Χρήστος λυπημένα. Δεν είχε προλάβει να της πεί αντίο, και την σκεφτόταν κάθε μέρα, αλλά δεν ήταν καλός με τα λόγια και ήταν πια πολύ κλειστός. Μόνο στην Εβελίνα τα έλεγε όλα, γιατί την αγαπούσε πολλά χρόνια, και ήταν άνθρωπος που θα της έλεγες τα πάντα. 

"Αυτή η γυναίκα με έκανε τρομερά ευτυχισμένο. Ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που έχω δει ποτέ μου. Ήταν τόσο γενναία και καλόκαρδη. Με έκανε να λιώνω κάθε μέρα. Αλλά όταν την αποχαιρέτησα εκείνη την ημέρα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης όταν ήμουν σε σοκ από όταν την είδα να τη βιάζουν δεν πιστεύω πως πέθανε."

"Τι πάς να πείς;"

"Οτί παίζει η Κατρίνα να είναι ζωντανή."

"Θα είχε επικοινωνήσει μαζί μας στάνταρ αν ήταν τότε. Αλλά λένε πως την είχαν δεί στη Θεσσαλονίκη με συνοδεία στρατιωτών τρομαγμένη..." Πήγε να πεί ο Χρήστος αλλά έβαλε το χέρι του μπροστά απο το στόμα του, σκεπτικός.

Το Δίκιο Το Έχουν Οι ΕξεγερμένοιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora