Λάζαρος

111 10 0
                                    

Η Εβελίνα στεκόταν στην υπόγεια διάβαση, στης δώδεκα, όπως είπαν και περίμενε. 

"Τελικά θα μου πείς και εμένα περι τινός πρόκειται;" Είπε ο τύπος που ήταν μπροστά απο τη κοπέλα.

Δεν ήταν καμία άλλη παρά της Κατρίνα, ολοζώντανη με ένα βλέμμα διόλου αλλαγμένο, μα το πρόσωπό της είχε αλλάξει δραστικά, και είχε σκληρήνει. Κούτσαινε απο το ένα πόδι, και το αριστερό της μάτι ήταν τυφλό. Η Εβελίνα την κοίταξε έκπληκτη μα δεν είπε τίποτα.

"Δεν σε αφορά. Απλά άσε με τώρα." Είπε απότομα η Κατρίνα αλλά με μια καλά κρυμμένη δόση φόβου. 

"Αντίο λοιπόν γλύκα. Τα λέμε αργότερα." Είπε ο άντρας. "Γιατί θα σε βρώ όπου κι αν πας." Πρόσθεσε και της έγλειψε το αυτί. Η Εβελίνα δεν ήξερε καθόλου τι να πεί. Είχε μείνει απλά άφωνη απο τη δυσπιστία, δεν μπορούσε να πιστέψει πως η Κατρίνα ήταν μπροστά της. Την είχε θρηνήσει και είχε κλάψει για αυτή, μα ήταν πανευτηχής που η φίλη της ήταν εκεί. Όταν ο άντρας απομακρύνθηκε η Κατρίνα έτρεξε πάνω στην Εβελίνα και την αγκάλιασε με όλη της τη δύναμη. Η Εβελίνα μπόρεσε να γελάσει, και την αγκάλιασε σφιχτά.

"Κατρίνα. Η γαμημένη η Κατρίνα." Είπε η Εβελίνα και εκείνη γέλαγε και είχε και βουρκώσει. Ήταν απο τα πιο ευτυχισμένα συναισθήματα που είχε νιώσει ποτέ και η οδύσσειά της είχε τελειώσει. Τέσσερα χρόνια πρίν της πήραν μέσα απο τα ίδια της τα χέρια την ελευθερία της, την ικανότητά της να ξαναδεί τους φίλους της. Ήταν φυλακισμένη για δεύτερη φορά μέσα σε ένα σπίτι για να υπηρετεί τους ανθρώπους που μισούσε περισσότερο και η αυτοκτονία της φαίνοταν η πιο δελεαστική απόφαση μα το πείσμα ήταν ανάλλαχτο μέσα της. Η επιβίωση, η ωμή επιβίωση ήταν αυτό που την έφερε ξανά μαζί με την αγαπημένη της φίλη και σύντομα με το αγόρι της. 

"Εβελίνα, μωρή καύλα τι κάνεις;" Είπε η Κατρίνα και αγκαλιαστήκανε ξανά. Δεν μπορούσαν να το πιστέψουν, μα εκείνη τη στιγμή επικρατούσε μόνο χαρά. Ο ενθουσιασμός τους ήταν τεράστιος και ήταν σαν να μην μπορούσαν να αναγνωρίσουν η μια την άλλη μετά απο τόσο καιρό. Είχαν αλλάξει απο μόνες τους μα βρισκόντουσαν σε τόσο αντίξοες συνθήκες που τις άλλαξαν ριζικά σχεδόν.

"Που στο πούτσο ήσουν;" Ρώτησε η Εβελίνα και η Κατρίνα γέλασε λυπημένα. Οι ενοχές την κατέκλυσαν που κατάλαβε άλλη μια φορά πως παράτησε τους φίλους της για να πάρει μια εικονική εκδίκηση που τα χειροτέρεψε όλα.

"Γάμησέ τα. Πάμε να φύγουμε, σε παρακαλώ." Είπε και η Εβελίνα την έπιασε απο το χέρι και φύγαν, με γέλια και ενθουσιασμό. 

Όταν η Εβελίνα ξεκλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος, η Κατρίνα χαμογέλασε απο την παρουσία τέτοιας τεράστιας παρέας.

Ένιωθε λες και τα πάντα ήταν πιο έντονα απο τίποτα άλλο και τα χαμόγελα κάθε δικού της ανθρώπου ήταν πιο φωτεινά απο τον ήλιο. Ο Χρήστος γούρλωσε τα μάτια του και ακολούθησε ένα τεράστιο χαμόγελο και μια περίεργη τσιρίδα ευτυχίας/ενθουσιασμού/έκπληξης.

Ο Χρήστος έτρεξε να την αρπάξει και τη σήκωσε απο το πάτωμα. Την έκανε γύρω γύρω και γελάγαν σαν να είναι παιδιά. Την άφησε κάτω και της κράτησε το πρόσωπο μέσα στα χέρια του. Κοιτιώντουσαν και γελούσαν. Της φίλησε το μάγουλο και αγκαλιάστηκαν ξανά. Ο Χρήστος άρχισε να κλαίει και προσπαθούσε να βάλει τα λόγια σε μια τάξη. Είχε όλο αυτό το καιρό αποδεχτεί πως δεν θα την ξαναδεί ποτέ. Τρία χρόνια πρίν, όταν είχαν αποφασίσει πως είναι νεκρή πρόσθεσαν το πρόσωπό της και το όνομά της στον τάφο του Στέφανου. Εφ όσον δεν μπόρεσαν να την κηδέψουν επέλεξαν να την θρηνήσουν με αυτό το τρόπο.

"Δεν το πιστέυω." Είπε ο Χρήστος και κοίταξε την Εβελίνα σαν να ήθελε να το σιγουρέψει πως η αδερφική φίλη του ήταν ζωντανή. Η Εβελίνα με ένα εξίσου λαμπερό χαμόγελο έγνεψε ναι, σαν να του έλεγε "Πίστεψέ το." 

Ο Μπίλυς έτρεξε μέσα και κοιτάχτηκαν για κάποια δευτερόλεπτα που φάνηκαν σαν αιώνες. Ο Μπίλυς κάλυψε το στόμα του και προσπάθησε να τρέξει μέσα στην αγκαλιά της μα τα πόδια του είχαν γίνει ασήκωτα. Λύγισε και έπεσε στα γόνατά του. Η Κατρίνα έτρεξε σε εκείνον και τον αγκάλιασε τόσο σφιχτά που πόνεσαν τα χέρια της. Ο Μπίλυς έκλαψε σιγανά πάνω στο στήθος της και την αγκάλιασε με τα χέρια του που δεν ήταν ποτέ πιο αδύναμα.

"Σε περίμενα. Τέσσερα χρόνια τώρα, ήξερα πως ήσουν ζωντανή. Θα σε περίμενα για πάντα... Μη μου ξαναφύγεις ποτέ." Είπε ο Μπίλυς αδυνατόντας να μιλήσει καθαρά. 

"Δεν θα πάω πουθενά, ποτέ ξανά. Συγχώρεσέ με, θα σου τα εξηγήσω όλα, στο υπόσχομαι. Ποτέ δεν πήγα πουθενά, εσάς σκεφτόμουν κάθε μου μέρα, ήσασταν το μόνο που με ένοιαζε. Ήμουν δίπλα σας με τον δικό μου τρόπο." 

Η Κατρίνα τον κρατούσε πάνω της καθώς έκλαιγε και θυμήθηκε την στιγμή που του επέτρεψαν να τη δεί όταν ήταν μέσα στο στρατόπεδο, που πάλι εκείνος έκλαιγε και εκείνη όχι και είχε αναρωτηθεί αν θα τον ξαναέβλεπε. 

Το Δίκιο Το Έχουν Οι ΕξεγερμένοιTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon