Συγχώρα με

145 9 0
                                    

Η Κατρίνα κατάφερε να κοιμηθεί για λίγη ώρα, εφ όσον βρισκόταν εκεί για ώρες, μέχρι που βγήκε ο ήλιος. Ο Βάσα την σκούντηξε με το πόδι του.

"Θα σε αφήσω να φύγεις, άμα κάνεις ένα πράγμα." Είπε ο Βάσα και έδειξε απέξω απο την πόρτα. "Θα είσαι έτοιμη για να σε βρίσκω όποτε θέλω. Θα χρειαστεί να υπακούσεις, αλλιώς ξέρεις τι θα γίνει. Για λίγο." Της έριξε την ζακέτα και της τράβηξε την κουκούλα πάνω απο τα μάτια. Κρατώντας την απο το μπράτσο κατέβηκε τις σκάλες μαζί της και μετά απο έναν έλεγχο γύρω γύρω στο τετράγωνο της γειτονιάς, την έσπρωξε μέσα στο παλιό σαραβαλιασμένο αμάξι του Γιώργου.

"Αφού έχετε τόσα λεφτά γιατί δεν αγοράζετε κανένα τζίπ ή φορτηγό;" Είπε η Τζόκερ, κάνωντάς τον να γελάσει.

"Έλα μου ντέ. Η βότκα και τα τσιγάρα είναι είδη πρώτης ανάγκης εδώ μέσα." Είπε και μετά από λίγη ώρα, φτάσανε μπροστά την λεωφόρο. "Παρ'το πούλο. Αλλά θα σε ξαναβρώ σύντομα." 

Η Κατρίνα χτύπησε συνεχόμενα το κουδούνι της πολυκατοικίας μέχρι που η πόρτα δονήθηκε. Στην πόρτα του διαμερίσματος της απάντησε η Τσέρι. 

"Όλα καλά;" Την ρώτησε όταν την είδε τόσο αναστατωμένη. "Είμαι η Ιβάνα." Είπε και η Κατρίνα της έφειξε το χέρι. 

"Εγώ είμαι η Κατρίνα."

"Τι σου συνέβη; Θες λίγο νερό; Ένα τσιγάρο;" Είπε η Τσέρι προσφέρωντας ένα τσιγάρο απο το πακέτο. Η Κατρίνα της χαμογέλασε και το δέχτηκε. 

"Είναι μεγάλη ιστορία. Δεν θέλω να σε ψυχοπλακώσω, ή να σε ζορίσω με την μαλακία που με δέρνει." Είπε η Κατρίνα και η Τσέρι δεν θέλησε να την ρωτήσει περισσότερα εφ όσον έβλεπε πως προσπαθούσε να αποφύγει τη συζήτηση.

Η Τσέρι, με το αληθινό της όνομα να είναι Ιβάνα, καταγώταν απο τη Βοσνία. Το συνεργείο της ήταν της μητέρας της και της το είχε αφήσει πρίν πεθάνει. Ωστόσο οι περισσότεροι πελάτες της ήταν μέλη της κυβέρνησης, μιας και το δικό της βρισκόταν στο κέντρο της Αθήνας, αλλά δεν ήθελε να αρνηθεί και λόγο τον χρημάτων και λόγο το οτί θα της έφερνε μπελάδες. 

Πάρκαρε την μηχανή της έξω από το συνεργείο στο Αιγάλεω και ξεκλείδωσε τη πόρτα του μαγαζιού και μπήκε μέσα φορώντας την φόρμα εργασίας της. 

"Να το κλειδί σου." Είπε ο Ρίκι όταν μπήκε απο τη πόρτα κρατώντας το κλειδί Άλεν στο χέρι του και ένα τάληρο στο άλλο. Η Τσέρι πήρε το κλειδί και το χαρτονόμισμα, και δεν του έδωσε καθόλου σημασία, γιατί προτειμούσε να ασχοληθεί με την μηχανή της που έφτυνε λάδια τελευταία. "Είσαι ακόμα μαζί με την κοπέλα σου;" Ρώτησε καθώς την παρατηρούσε.

Το Δίκιο Το Έχουν Οι ΕξεγερμένοιOù les histoires vivent. Découvrez maintenant