Βροντές και κεραυνοί

379 16 0
                                    

"Άννα!" Είπε δυνατά ο Βαγγέλης και την αγκάλιασε, ο μόνος άνθρωπος που είχε γνωρίσει η Άννα και πραγματικά συμπάθησε και ακολούθησε αργότερα ο έρωτας. Ίσως να ήταν η ανάγκη να έχουν κάποιον δίπλα τους, ίσως ήταν το πως ταίριαζαν. Η Άννα ήταν πολύχρωμος χαρακτήρας, φωνακλού, χαρωπή και ο Βαγγέλης πολύ χαμηλών τόνων τυπάκι, φιλικός, ωστόσο μυστικοπαθής. "Τι κάνεις;" Είπε κρατώντας την απο το μπράτσο στοργικά. Η Άννα τον φίλησε στο μάγουλο και εκείνος την φίλησε στα χείλια.

"Εγώ καλά. Λίγοι πελάτες σήμερα. Τι έγινε στα μπάχαλα; Άκουγα ήπια πράγματα." Είπε η Άννα κρατώντας τον ακόμα απο τα χέρια. Ο Βαγγέλης αναστέναξε και το προσωπό του έσταζε ιδρώτα, παρόλο την κρύα ατμόσφαιρα, που απορρόφησε τα σωματίδια του χημικού τύπου CN. Ένα απο τα χημικά όπλα τα οποία χρησιμοποιόντουσαν, το πιο ήπιο, σε σχέση με το άεριο ναυτίας που προκαλόυσε έντονο εμετό και διάρροια. Αυτό το είχαν εισπνεύσει και οι δυό τους σε μια άτυχη στιγμή που δεν πρόλαβαν να απομακρυνθούν απο το νέφος.

"Τίποτα μεγάλο να σου πώ την αλήθεια, αλλά είμαι πάρα πολύ κουρασμένος. Έχεις τίποτα να φάμε;" Ρώτησε και έξυσε το ιδρωμένο του ξυρισμένο κεφάλι. 

"Ήταν να πάω στη μάνα μου." Είπε η Άννα. Η μάνα της, δεν ήταν όντως η μάνα της, αλλά το πώς ήταν για όλους τους κυνηγημένους της παρέας η μητρική φιγούρα, ήταν το παρατσούκλι της. Η Εβελίνα ήταν ήρεμη, οργανωμένη και υπολόγιζε τα πάντα και δεν άφηνε κανέναν πίσω ή ατάιστο. 

"Πάμε! Η Εβελίνα μαγειρεύει γαμάτα." Η Άννα γέλασε. Το να φτιάχνεις ένα γεύμα ωραίο, ήταν λίγο δύσκολο με τις τιμές που υπήρχαν στα σούπερ μάρκετ που παραίμεναν ανοιχτά. Μια φρατζόλα ψωμί μπορεί και να κόστιζε έως και δέκα ευρώ. Πολλές φορές ζούσαν με βραστό ρύζι και τσάι, αλλά συνήθως κατάφερναν να απαλλοτριώσουν κάποιο κρέας ή γάλα, ή κάποια πολυτέλεια σαν σοκολάτα. 

Όταν βρίσκανε τέτοια φαγητά μαζευόντουσαν όλοι να φάνε σαν να ήταν Χριστούγεννα, και τα Χριστούγεννα πλησίαζαν. Η κυβέρνηση είχε βάλει ακόμα και λαμπάκια, τα οποία δεν έμειναν παραπάνω απο μια ώρα προτού κάποιος τα ξεριζώσει. Ήταν σαν να γελάγαν μες τη μάπα τους. Σαν να έλεγαν "Χα, χα, δείτε το τι εξαθλίωση κυριαρχεί και εμείς οι πλούσιοι θα φάμε γαλοπούλα και βασιλόπιτα και τα παιδιά σας θα γουργουρίζουν οι κοιλιές τους."  

"Έλα πάνω, πρέπει να κάνω ντούς και μετά πάμε." Είπε, και ανέβηκε δύο δύο τα σκαλιά για να πάει στο δωμάτιο. Λούστηκε με ένα λιωμένο πράσινο σαπούνι με κρύο νερό και μόλις βγήκε απο το δώματιο ο Βαγγέλης την περίμενε καθιστός στο κρεβάτι. Η Άννα έβαλε ένα μπουφάν γιατί άρχισε να κρυώνει, έκλεισε τα παράθυρα, και έφυγε απο το δωμάτιο. Ο καιρός άρχισε να γίνεται πάρα πολύ κρύος, έτσι άρχισαν να τρέχουν μέχρι το σπίτι της μητέρας της, και είχαν πατήσει ήδη στο κατώφλι άρχισε να βρέχει. Ήταν μια ανακούφιση η βροχή, μιας και θα ξέπλενε τη σκόνη του χημικού απο το δρόμο. Οι στάλες της βροχής ήταν παγωμένες και η ελάχιστη ζέστη που θα είχε η σόμπα στο σπίτι ακουγόταν υπέροχη.

Το Δίκιο Το Έχουν Οι ΕξεγερμένοιOù les histoires vivent. Découvrez maintenant