Οι Ευκαιρίες Δεν Είναι Για Ανθρώπους Σαν Εμάς

657 23 4
                                    

Το κέντρο της πόλης μύρισε φρεσκοψημένο μπέικον και χημικά.

Στη βαριά και τώρα θολή της ατμόσφαιρα, η Αθήνα προσπαθούσε να ησυχάσει. Μα οι εκρήξεις συνεχίζονταν και μαζί και τα υβριστικά συνθήματα στην απόσταση. Η γειτονιά πνιγμένη με την πικρή μυρωδιά του χημικού που σου έκαιγε τη γλώσσα και τα μάτια. Ίσα ίσα, πάνω απο τις πολυκατοικίες, υπήρχε ένα νέφος καυσαέριου και καπνό απο τα τζάκια που τώρα αναμείχθηκε με τις αναθυμνιάσεις του δακρυγόνου.

Αυτή είναι η Αθήνα. Οπού η κοινή ηθική ήταν πάντοτε σπάνια. Όπου η απόγνωση επιπλέει στον ρυπαρό της αέρα.  Όλοι ψάχνουν να γαμήσουν ο ένας τον άλλο, να τον πατήσουν, να βγάλουν κέρδος και να ανεβούν. Μια πόλη που η ανάγκη για επιβίωση καταπατούσε κάθε ελπίδα για αλλαγή. Αλλά αυτή η Αθήνα, στη δεύτερη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα, ήταν επί στρατιωτικό νόμο. Τέσσερα χρόνια πριν, έγινε πραξικόπημα.

Και η εξέγερση άργησε μια μέρα. Και μια αιωνιότητα.

Η Άννα ήταν μια ενεργητική και εκρηκτική κοπέλα. Με μια κοιλιά φουσκωμένη στον ένατο μήνα. Μια απλή δεκαεννιάχρονη ήτανε, απο τις κοπέλες της νύχτας, χωρίς καμία ντροπή, χωρίς όρια. Αν της πλήρωνε το φαί της, το έκανε. Το μόνο που την έκανε να ξεχωρίζει απο το όλες τις υπόλοιπες κοπελιές με το ίδιο επάγγελμα, ήτανε οτι οι δικές της αντιεξουσιαστικές αξίες ήταν πιο βαθιές απο το μίσος για την παρούσα αδύναμη, κυβέρνηση-μαριονέτα.

Με το πραξικόπημα όλα άλλαξαν. Πέρασαν τέσσερα χρόνια απο τότε που κάθε μέρα, υπήρχε φωτιά και βενζίνη και βανδαλισμός και σφαίρες. Της άρεσε η φωτιά και η επανάσταση αλλά παρατηρούσε από μακριά. Δεν ήταν εύκολο να απορρίψεις έτσι την εξουσία που επικρατούσε, θα σήμαινε το θάνατό σου αν σε έπιαναν. Αλλά και οι δυο πλευρές, είχαν βαρεθεί λιγάκι. Καθόταν στα σκαλιά μιας στριφογυριστής σκάλας που κατέβαινε κατευθείαν απο την ταράτσα της μεγάλης πολυκατοικιάς που κρατούσε το μουντό τοπίο της Οδού Στουρνάρη.

Περιμένοντας, ήθελε να καπνίσει. Αλλά δεν το έκανε, όπως της έλεγε ο γυναικολόγος. Η Δόμνα που είχε το διπλανό δωμάτιο στο μπουρδέλο, είχε τον πιο τακτικό της πελάτη, που δεν καταξιωνώτανε να βρεί κανονική κοπέλα, έτσι απλά πηδούσε την Δόμνα γιατί βαριώτανε. Τον λέγανε Γιώργο και δεν ήταν το καλύτερο παιδί. Ήταν ένας αντιπαθητικότατος άνθρωπος και συνεργάτης των φασιστών. Ήτανε κλισέ ο Χίτλερ και οι ναζί, αλλά η Άννα διάβαζε πού και πού για αυτόν τον τυπά με το γελείο μουστάκι και τα τσιράκια του. Δεν ήξερε τίποτα εκτός απο το μουστάκι, την σβάστικα και βέβαια όλα όσα προκάλεσε. Προφανώς, δεν ήταν όμως πιθανό να ζεις τότε στην Αθήνα χωρίς να ξέρεις για το Κόμμα. 

"Είσαι έυχερη κούκλα;" Είπε ένας τυπάς με χοντρή μαύρη γενειάδα και αλοιφή ενάντια στα δακρυγόνα στα μάτια του.

Φορούσε μια παλιά μπλούζα με σκόνη απο μάρμαρο και μια χακί βερμούδα μέχρι το γόνατο, ακόμα και με το κρύο που έκανε. 

"Έχω ώρα. Αλλά περιμένω κάποιον άρα μια πίπα μόνο μπορώ να σου δώσω." Είπε.

"Μου κάνει. Καλό μουνί είσαι, αλλά φαίνεσαι μικρή." Είπε ο τύπος και η Άννα χασκογέλασε. Ανέβηκε την στριφογυριστή σκάλα, και καθώς ξεκλείδωσε την πόρτα για να μπεί στο δωμάτιο, άκουσε βαριά βήματα απο το χτύπημα αρβυλών στρατιωτών πάνω στην άσφαλτο που σήμαινε σύρμα. Όταν ακούγονταν μπάτσοι ή στρατός, όλες οι πόρτες κλείνανε. Ακόμη κι αν υπήρχαν άνθρωποι αναγκασμένοι απο το κράτος να υπηρετούν και θέλανε να βοηθάνε το κόσμο, ήταν απειροελάχιστοι. Έτσι, όλοι, μα όλοι, φοβόντουσαν.

Τον άρπαξε και βούτηξε μέσα στο δωμάτιο, ρίχνωντας μια κλεφτή ματιά απο το μαυρισμένο τζάμι. Κοίταζαν τους δέκα στρατιώτες που περνούσαν απο κάτω, βγάζωντας την άσπρη μπλούζα της που είχε γίνει γκρί.

"Μπορούμε να ξεμπερδέυουμε;" Ρώτησε η Άννα και άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου και πέταξε μια καπότα πάνω του. Μιάς και ήθελε πιο πολύ να περιμένει έξω και να χαιρετήσει τα συντρόφια, τα έκανε όλα στα γρήγορα. Καθώς ο Στράτος έχυσε σαν αποστακτήρας σε κρεοπωλείο η Άννα σκεφτότανε το απέραντο.

Η Άννα όμως μέτρησε τα λεφτά και τα έβαλε μέσα στο σουτιέν της και το φόρεσε. Άκουσε μια παρέα να κατεβαίνει απο κάτω και κοιτώντας απο το παράθυρο, κατάλαβε πως ήτανε τα συντρόφια. "Την κάνω λοιπόν." Είπε ο Στράτος και ντύθηκε, αποχαιρετώντας την και κατεβαίνωντας κάτω.

Η Άννα έβαλε γρήγορα ένα παλιό πουκάμισο με ένα ραφτό των Βανδαλούπ στην πλάτη και μια φόρμα, και ξυπόλητη έτρεξε κάτω.

Το Δίκιο Το Έχουν Οι ΕξεγερμένοιWhere stories live. Discover now