Η πορτα του μπανιου ηταν κλειδωμένη.
Αυτη στεκόταν πανω απο τον νιπτήρα.
Κρατουσε την αγαπημένη της λεπίδα.
Την εφερε κοντα στο ήδη χαρακωμενο χερι της.
Αφησε μια ακομη κοκκινη γραμμή πανω στο λευκο της δερμα.
Πλεον δεν πονούσε καν σωματικά.
Δεν την πείραζε ο πονος.
Δεν τον ένιωθε.
Ετσι όπως δεν ένοιωθε πολλα.
Το κοκκινο υγρο έρεε σιγα σιγα και αφηνε απο πισω του ενα μονοπατι.
Ηθελε να πεθάνει.
Το ηθελε πολυ.
Η ζωη της ηταν βαρετη.
Δεν ηθελε να ζει.
Της στερουσαν βασικα δικαιώματα πολλοι γύρω της.
Πίστευε πως ο άνθρωπος δεν ερχεται με την θέλησή του στον κοσμο.
Οσοι ηθελαν να φυγουν απο αυτον τον κοσμο μπορούσαν να φυγουν.
Χωρις να τους κρινει κανεις.
Ειναι τρομερα εγωιστικό να θελεις να μεινει καποιος στη ζωη ενω ο ιδιος δεν θελει.
Ομως ξερεις γιατι το κανεις;
Γιατι δεν θες να τον χασεις απο τη ζωη σου.
Κι όμως..
Αυτος θελει.
Αλλα φοβαται.
Οτι αμα σε αφησει μονο δε θα τα καταφέρεις. Ισως χαθείς.
Πολλοί λενε πως η αυτοκτονία ειναι αμαρτία.
Πως ο Θεος θα σε τιμωρήσει.
Αλλα αυτη δεν ηξερε αν πίστευε.
Αν ηθελε να πιστέψει.
Που ειναι ο Θεος οταν ζητάς την βοηθεια του;
Που ειναι ο Θεος οταν πεθαίνουν παιδακια;
Ηταν πολυ μπερδεμένη.
Δεν ήξερε.
Ξεπλυνε την λεπιδα και τον νιπτήρα απο τα αιματα.
Πηγε στο δωματιο της.
Εκατσε στο κρεβατι και πηρε το τηλεφωνο της.
Πηρε τηλεφωνο την κολλητη της.
Ηθελε παρεα.
Για τωρα.
YOU ARE READING
Crybaby.
SpiritualΣκοταδι. Μαύρο. Ψυχρό. Αλλά και το αγαπημένο της χρώμα. Ο δικός της παράδεισος. Έξω απο έναν κόσμο όπου δεν ανήκει. Ενας δικός της κόσμος.