Chapter59.

1K 164 32
                                    



"Εξηγα μου γιατί σε έχω!" φώναξε έξαλλη η μάνα της.

Η Allison απλά στεκόταν αμίλητη στην πόρτα.

"Όλο.." πήρε μια ανάσα. "Όλο να καλοπερνας ξες, δεν σε νοιάζει για εμάς, δεν σε νοιάζει τίποτα. Δεν καταλαβαίνω τι έκανα λάθος. Δεν καταλαβαίνω τι έχω κάνει λάθος σαν μάνα."

Ειρωνεία;

"Σαν σκυλί περιφερεσαι απο εδω και απο εκεί, είσαι ένα άχρωμο πλάσμα. Σε βαρέθηκα. Αλήθεια. Δεν είσαι παιδί μου."

Θα το ήθελα πολύ να μην ήμουν.

"Σου μιλάω και δεν μου απαντάς. Άπαντα μου!" της φώναξε.

Δεν έβρισκε δύναμη να μιλήσει.
Ένοιωθε κουρασμένη και υπερβολικά άρρωστη.

Δεν είχε όρεξη να δώσει χώρο στα καπρίτσια της.
Είχε κουραστεί απο όλες αυτές τις ανούσιες φωνές.
Αυτή ούτε που ενοχλούσε, δεν μιλούσε, δεν έκανε αισθητή την παρουσία της στον χωρο.
Αλλά παρολαυτα συνέχιζαν να είχαν παράπονο.

"Όταν εσύ δεν μου απαντάς;" είπε ειρωνικά.

Η γυναίκα μπροστά της σαστισε.

"Δεν είμαστε το ίδιο." φώναξε ξανά.

"Μμ." είπε και γύρισε να φύγει.

"Που πας; Γύρνα. Εμείς πρέπει να μιλήσουμε. Έχεις πάρει φόρα τελευταία."

Γύρισε απότομα.

"Για ποιά φόρα μου μιλάς; Δεν σου μιλάω τι δεν καταλαβαίνεις; Δεν σε ενοχλώ, δεν λέω την γνώμη μου σε αυτό το κωλοσπιτο. Δεν σας βαραινω με τα προβλήματα μου και εσύ μου φορτώνεις τις τρέλες σου. Άσε με ήσυχη πια." ύψωσε την φωνή της.

"Πρέπει για όλα να έχεις μια απάντηση; Σταμάτα να είσαι διπροσωπη και επιθετική. Αλήτισσα." ούρλιαξε.

"Μην κάνεις ανόητες ερωτήσεις για να μην έχεις ειρωνικές απαντήσεις."

Είχε νεύρα.
Δεν άντεχε πλεον.
Ποτέ δεν άντεξε.
Ένοιωθε εγκλωβισμένη.

Σε έναν μικρό χώρο να παλεύει για ανάσα και να μην μπορεί να ανασάνει, να μην μπορεί να λειτουργήσει.

Και μισούσε τους μικρούς χώρους.

"Θα μετανιώνεις για όλα αυτά που κάνεις. Για όλα." της είπε και καλά απογοητευμένη.

"Και εσύ." δεν έδωσε αλλη αφορμή για να την μειώσει κι άλλο και έφυγε.

Κλείστηκε ξανά στο δωμάτιο της.

Κάποιες φορές απορούσε.

Ποιός απογοητευε ποιόν;

Αυτή αυτούς ή αυτοί αυτήν;

Συνήθως πίστευε το πρώτο.

Αλλά μετά σκεφτόταν πόσες φορές σκέφτηκε να αυτοκτονήσει εξαιτίας τους.

Όλοι τους με τα καπρίτσια τους.

Την είχαν δεδομένη.

Αυτή έπρεπε να τους ανέχεται .
Κανείς όμως αυτήν.

Την άκουσε μια μέρα να μιλάει με τον ξάδερφο της.
Το καμάρι της.

"Είναι αναίσθητη." του είπε."Δεν μας αγαπάει."

"Απλά δεν δείχνει τα αισθήματα της." της απάντησε ο νεος.

"Δεν έχει." είπε ειρωνικά η μάνα της.

"Έχει. Είναι καλή. Απλά κρύα. Ούτε εμένα μ'αρέσει να δείχνω τι νοιώθω." είπε ξανά αυτός.

Που να ξέρες.
Που να ξέρατε όλοι σας.

Μπορεί με το σώμα της να ένοιωθε ελάχιστα καλύτερα, αλλά μέσα της..
Ω, μέσα της ο χαμός παρέμενε δυνατός και αποπνικτικός.

Τρελαινόταν.
..

Crybaby.Where stories live. Discover now