Καθόταν στο παγωμένο πάτωμα κοιτώντας έξω απο το παράθυρο.
Ο παγωμένος αέρας έβγαζε έναν ανατριχιαστικό ήχο.
Οι βαριές σταλες της βροχής χτυπούσαν με δύναμη το παράθυρο.
Και αυτή καθόταν εκεί.
Αμίλητη.
Ημίγυμνη.
Παρατηρούσε προσεχτικά για άλλη μια φορά το σώμα της.
Ξεκίνησε μετα γόνατα της.
Τόσο στραβά.Αργότερα στα μπούτια.
Τόσο χοντρά.Ύστερα η κοιλιά.
Ήταν απαίσια.
Σαν μαξιλάρι.
Ενα τεράστιο μαλακό μαξιλάρι.Ο πισινος της είχε μεγαλώσει υπερβολικά και αυτό την ενοχλούσε.
Τα χέρια της παχυναν και ενιωθε την πλάτη της τεράστια.
Στα λευκά χέρια της έκαναν διαφορά οι πληγές.
Σηκώθηκε γρήγορα.
Έβαλε στα γρήγορα μια μακρυά μαύρη μπλούζα και ένα μαύρο κολάν.
Έτσι καλύτερα.
Κανένας δεν έβλεπε το τόσο άσχημο θέαμα.
Πήγε στην τουαλέτα.
Προσπάθησε να βγάλει απο μέσα της ολα όσα είχε φάει.
Τίποτα δεν έβγαινε.
Μα είχε φάει.
Αυτά θα της έμεναν,όλες οι θερμίδες.
Τράβηξε τα μαλλιά της απο αγανάκτηση.
Ίσως έπρεπε να επισκεφτεί το φαρμακείο της γειτονιάς της.
Θα ζητούσε χάπια δυσκοιλιότητας.
Κάτι έπρεπε να κάνει.
Έκατσε να διαβάσει.
Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί.
Είχε διαγώνισμα.
Έπρεπε.
Έπρεπε.
Έπρεπε να διαβάσει,να γράψει καλά.
Όμως δεν άντεχε.
Άφησε έναν μεγάλο αναστεναγμό.
Βαρέθηκε να είναι καλή για όλα.
Δεν ήθελε.
Το μόνο που ήθελε ήταν ηρεμία.
Γαλήνη.
Και ένα μέρος να κάτσει μόνη της,για πάντα.
Να ξεφύγει.
Να μην μπορεί να σκεφτεί πως κάποιος θα μπορούσε να πει κάτι για αυτήν.
YOU ARE READING
Crybaby.
SpiritualΣκοταδι. Μαύρο. Ψυχρό. Αλλά και το αγαπημένο της χρώμα. Ο δικός της παράδεισος. Έξω απο έναν κόσμο όπου δεν ανήκει. Ενας δικός της κόσμος.