Κεφάλαιο 22

1.2K 84 35
                                    

" Γειά σου Σία! " ακούστηκε η φωνή του Μάνου καθώς έκανα εμφάνιση στην είσοδο του σπιτιού και με ένα γιγάντιο βήμα βρέθηκε απέναντι μου. " Ευχαριστώ Θεέ μου είσαι καλά! " ψέλλισε και άνοιξε διάπλατα τα χέρια του για να με κλεισει στην αγκαλιά του πριν καν ανοίξω το στόμα μου να τον χαιρετήσω. " Συγχώρεσε με ! " ... what ?  " Αν απλά μου έλεγες πως ο Στέφανος ήταν ο σωματοφύλακας σου, αν απλά μου έλεγες ότι δουλεύει για τον πατέρα σου όλα θα ήταν διαφορετικά! " έλεγε μόνος του καθώς με έσφιγγε και ξανά έσφιγγε λες και ήμουν πορτοκάλι.

" Μμ-ανν-οο δδ-ενν ανν-αππνε-ωω " σιγομουρμούρισα με όσο οξυγόνο μου είχε απομείνει και ένιωσα λες και βγήκα στην επιφάνεια του νερού ύστερα από κατάδυση χωρίς μάσκα οξυγόνου οταν άνοιξε τα χέρια του και απομακρύνθηκε. " Αέρας..." είπα χαρούμενη που ακόμη ανέπνεα και έστρωσα πίσω από το αφτί μου μία τούφα απ'τα μαλλιά μου. 

" Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι Σία, πραγματικά δεν ξέρεις !!! " είπε τρισευτυχισμένος και μου χαμογέλασε. 

" Χαίρεσαι που με έσπασε στο ξύλο ένας ψυχοπαθής ; " ρώτησα κάπως ενοχλημένη με το σχόλιο του και τον στραβοκοίταξα. 

" Όχι, όχι !!! Δεν με καταλαβες ! Χαίρομαι που ο Στέφανος, εκείνος ο ηλίθιος δεν ήταν ποτέ κάτι περισσότερο από ένας απλός σωματοφύλακας ! Ο χαμένος πολύ θα ήθελε να σε έχει δική του... " μουρμούρισε στο τέλος και γέλασε... 

Μάλιστα ... Κι αυτόν τι τον ενδιαφέρει είπαμε ; Αν ήμουν δική του δηλαδή τι θα γινόταν ; Όχι πως είμαι ή θα ήθελα να είμαι ... αλλά ρωτάω ... 

" Άσε που έφαγες ξύλο επειδή είναι άχρηστος και ανίκανος να σε προστατέψει. Πού ήταν εκείνη την ώρα Σία ;;; " ρώτησε και ένιωσα ένα μαχαίρι να τρυπάει την καρδιά μου ασταμάτητα και αλλεπάλληλα... 

Πού ήταν ; Ποιός ηλίθιος λόγος τον κράτησε μακριά από μένα και την ασφάλεια μου ; 

Ακκχχχ !!!

" Μπορούμε να μην μιλάμε για τον Στέφανο ; " ρώτησα τελικά σχεδόν παρακαλώντας τον και γέλασε υπεροπτικά. 

" Ευχαρίστως . " είπε και κοίταξε πίσω του. " Είναι και τα παιδιά εδώ εντωμεταξύ. Ο Γιώργος και η Ανθή. " με ενημέρωσε και έριξα μία κλεφτή ματιά έξω για να τους δω να κάθονται μέσα στο αυτοκίνητο του Μάνου και να με χαιρετάνε απ'το παράθυρο. 

" Και γιατί δεν κατεβαίνουν ; " ρώτησα γελώντας με τον Γιώργο που λογικά είχε πονοκεφαλιάσει τόση ώρα μαζί με την Ανθή. 

Πρόσεχε Αναστασία!Onde histórias criam vida. Descubra agora