Κεφάλαιο 37

866 67 10
                                    

Το νερό ήταν ζεστό, τόσο ζεστό που ο καθρέφτης είχε θολώσει και ο χώρος είχε γεμίσει ατμούς. Τέντωσα το πόδι μου και πάτησα με όση σταθερότητα είχα στην μπανιέρα ενώ ακολούθως τράβηξα την κουρτίνα και έβαλα το κεφάλι μου κάτω από το νερό που έτρεχε με ταχύτητα. Το αίμα κυλούσε στο κορμί μου μαζί με το νερό και τα δάκρυα. Ένα κράμα υγρών που έσταζαν απο πάνω μου και εξαφανίζονταν στον υπόνομο με ευκολία, εν αντιθέσι με τα συναισθήματα μου που ρίζωναν όλο και περισσότερο μέσα μου και με σκότωναν αργά και βασανιστηκά. 

Κράτησα γερά στα χέρια μου το σαπούνι και άρχισα να τρίβω την πλάτη μου ενω παράλληλα δάγκωνα τα χείλη μου για να μην ακουστούν οι λυγμοί μου. 

Πόσο μυστήριος άνθρωπος και με πόσα μυστικά ; 

Είχε μία κόρη λοιπον για την οποία δεν ήξερε κανένας ... Κι όμως την είχε ανακαλύψει ο Θάνατος ... 

Και τον απειλούσε ... 

Και τώρα θα γινόταν ανταλλαγή και θα κατέληγα στα χέρια ενός τέρατος ... 

Αυτό που φοβόμουν ... 

Έπρεπε όμως ! Τι φταίει το κορίτσι να χάσει τη ζωή του ; " Δεν φταίει ... " είπα ανάμεσα σε κοφτές ανάσες και ξέσπασα ξανά σε ένα κύμα δακρύων.

" Κανείς δεν φταίει ... " άκουσα κάποιον να λέει από πίσω μου και μου κόπηκαν τα πόδια. 

Αν ήταν ο Θάνατος ; Αν ήταν το πνέυμα του Άλεξ ή κάποιος άλλος πράκτορας που θα σκότωνε κι άλλους για να με δεί να κλαίω ; 

" Ηρέμησε ... " άκουσα να μου λέει και αισθάνθηκα δύο χέρια να στηρίζονται στοργικά στους γυμνούς μου ώμους. 

" Στέφανε ; " ψέλλισα όμως δεν ήξερα τι να πω, τί να κάνω, τί να ρωτήσω... φοβόμουν...

" Σσσςςς... ξέρω ... Έχεις χαθεί μέσα στις εξελίξεις. Έχεις απορίες ... "

" Εγώ δεν... Απλά --- " προσπάθησα να μιλήσω αλλά η φωνή μου έτρεμε σε κάθε φωνήεντο. 

" Μην μιλάς... Μη. Είναι σειρά μου να μιλήσω. Ζήτησα λίγο περισσότερο χρόνο μαζί σου και δεν θα τον χαραμίσω, θα τον εκμεταλλευτώ σωστά. Γι' αυτό επέτρεψε μου να μιλήσω. " μου ζήτησε σκύβοντας αρκετά κοντά στο αυτί μου και τα χέρια του κύλησαν κατά μήκος των δικών μου για να μπλεχτούν τα δάχτυλα μας μεταξύ τους. " Όπως σου είχα πει και παλαιότερα, έχασα τον πατέρα μου σε ηλικία 14 χρονών και από τότε μεγάλωνα σε ορφανοτροφείο . Την απώλεια της μητέρας μου δεν την αποδέχτηκα ποτέ. Όταν όμως έχασα και τον πατέρα μου ο κόσμος μου κατέρρευσε. Ήμουν το ορφανό και το καημένο παιδάκι μου κορόϊδευαν και χλεύαζαν όλοι. Η στάση μου απέναντι στους ανθρώπους είχε γίνει ψυχρή και οι συναναστροφές μου με τους άλλους ήταν μόνο για καβγάδες και φασαρίες. Έμαθα ωστόσο να επιβιώνω μόνος μου σε αυτό τον κατεστραμμένο κόσμο και ανέπτυξα ικανότητες που άλλοι θα πέθαιναν να είχαν σε τόσο νεαρή ηλικία. Γύριζα συνεχώς στις 'απαγορευμένες' γειτονιές και με τον καιρό είχα μάθει να αμύνομαι. " πήρε ανάσα και ύστερα από μία διστακτική παύση συνέχισε να μιλάει.

Πρόσεχε Αναστασία!Donde viven las historias. Descúbrelo ahora