Κεφάλαιο 36

973 66 11
                                    

Μιλούσαν ασταμάτητα στα Ιταλικά και δεν καταλάβαινα τίποτα. Σαν τη μήγα μες το γάλα ήμουνα. Που να με πάρει ούτε λέξει δεν έβγαζα. Μόνο το Ουί και αυτό με το ζόρι ! Ααα περίμενε αυτό είναι στα γαλλικά... Άκυρο... Όπως έλεγα, δεν καταλάβαινα τίποτα ! 

Παρά την αδυναμία μου ωστόσο να επικοινωνήσω μαζί τους, μπορούσα εύκολα να αναγνωρίσω τον δρόμο τον οποίο ακολουθούσαμε. Πηγαίναμε σπίτι... Σπίτι ! Αυτό μονάχα ήθελα ! Να πάω σπίτι ! Να κλειστό στο δωμάτιο και να μην ξανά δω το φως της μέρας. 

Η εικόνα του Μάνου σαν ταινία έπαιζε και ξανά έπαιζε στο κεφάλι μου ! Σαν εφιάλτης από τον οποίο δεν θα μπορούσα ποτέ να ξυπνήσω. Τα αίματα του ήταν ακόμη σκορπισμένα στα χέρια μου και η ανάσα του ακόμη γαργαλούσε τον λαιμό μου. 

 -Σε αγαπώ... Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό ...-

Είπε και μετά ... τέλος ... Έφυγε ... Παρέδωσε την ψυχή του στους Αγγέλους και πέθανε σε κάποια στιγμή που εγώ ανήξερη βυθιζόμουν στην αγκαλιά του ! Ήταν ένας άγγελος, ένας φίλος, ένας φίλος που οδήγησα στο θάνατο με τις ανοησίες μου ! 

Δεν έχω σωτηρία... Η ψυχή η δική μου δεν έχει σωτηρία ! Συγχώρα με Θεέ μου ! Συγχώρα με ! 

" Αναστασία είσαι καλά ; " άκουσα την βραχνή φωνή του Στέφανου να με καλεί και πήρα ανάσα. 

" Ναι ... " ψέλλισα και κοίταξα έξω απ'το παράθυρο για να δω την πόλη να αγκαλιάζεται για ακόμη μία φορά απ'τα σκοτάδια της νύχτας και τα αστέρια του ουρανού. Μακάρι να ήμουν το φεγγάρι ... Εκείνο το όμορφο φεγγάρι που στόλιζε με δεξιότητα την θέα και φώτιζε με τέχνη τα σκοτάδια του κόσμου. Τώρα τί είμαι ; Είμαι το ίδιο το σκοτάδι από το οποίο τρέχει ο άνθρωπος να σωθεί ! Η ίδια η νύχτα που μαυρίζει τα πάντα και καθιστά το φεγγάρι σωτηρία όλων ! Μία καταραμένη σκιά, καταδικασμένη από όλους... 

Κάποτε είχαμε ευτυχώς φτάσει στο σπίτι και με φούρια κατέβηκα απ΄το αμάξι για να τρέξω στο δωμάτιο μου αλλά η φωνή της Ρενάτας που πρόφερε με δυσκολία το όνομα μου με σταμάτησε. Κοίταξα τον Στέφανο ο οποίος άρχισε να την ρωτάει κάτι που και πάλι δεν καταλάβαινα και τελικά γύρισε ξανά σε μένα. 

" Είπε να μείνεις μαζί μας γιατί θα φύγουμε αμέσως. Θα μας πάρει κάπου που θα είμαστε σίγουρα ασφαλείς ! " μου έλυσε την απορία και με πλησίασε για να κουμπιάσει καλύτερα το σακάκι του πάνω μου. " Πάμε ! " είπε και με έσπρωξε απ'την μέση ενώ παράλληλα έγνεφε στην Ρενάτα να τον ακολουθήσει. 

Πρόσεχε Αναστασία!Where stories live. Discover now