Κεφάλαιο 41

868 65 7
                                    

" Η μάνα σου πέθανε. 

Μην κλαίς γαμώτο!

Να είσαι άντρας και όχι κλαψιάρικο! " 

φώναζε ο πατέρας μου μέσα στα μούτρα μου και με ταρακουνούσε απ΄τα μπράτσα με μία παράξενη βιαιότητα.

" Θα κλαίω όσο θέλω! Τη μάνα μου έχασα, όχι το παλιό μου τετράδιο! " αντιμίλησα οργισμένος και έσφιξα τις γροθιές μου αλλά το θυμωμένο βλέμμα του άρχισε να πυροβολεί αυτόματα. 

Ανάπνευσα βαθιά με τα μάτια βουρκωμένα και τα μάγουλα κόκκινα και έβγαλα προς τα έξω το στήθος μου, έτοιμος να δεχτώ τα πάντα. Πλέον δεν είχα και τίποτα να χάσω... 

12 χρονών τότε και ήδη είχα καταλάβει ότι η ζωή θα ήταν πολύ πιο σύντομη από την αίσθηση των δώδεκα χρόνων ακόμη κι αν ζούσα εβδομήντα! 

" ΣΚΆΣΕ ΠΑΛΙΌΠΑΙΔΟ! " φώναξε και μαζί με την βαρετή φωνή του πετάχτηκαν και μερικά σάλια απ΄το στόμα του. Έφτυνε με οργή και αγανάκτηση κάθε συλλαβή και με κοιτούσε επίμονα και μανιασμένα!  " ΔΕΝ ΣΕ ΈΜΑΘΕ Η ΑΜΑΛΊΑ ΝΑ ΣΈΒΕΣΑΙ!; ΚΑΚΟΜΑΘΗΜΈΝΟ! " συνέχισε και τότε για πρώτη φορά το χέρι του χαστούκισε αγριεμένα το πρόσωπο μου ενώ ακολούθως με τράβηξε απ΄τα μαλλιά και με έσυρε μέχρι το δωμάτιο για να με κλειδώσει μέσα.

" ΘΈΛΩ ΤΗ ΜΑΜΆ! " Φώναξα 

" ΠΑΡΑΚΆΛΑ ΤΟ ΘΕΌ ΓΙΑ ΚΑΝΈΝΑ ΘΑΎΜΑ ΤΌΤΕ! "  μου απάντησε μονάχα πριν άκουγα τα βήματα του να απομακρύνονται απ΄την πόρτα μου και να κατευθύνονται προς την εξώπορτα η οποία ακολούθως έκλεισε με δύναμη και φόρα. 

" Θεέ μου! Θεούλη μου φέρε μου την πίσω! Σε παρακαλώ Θεέ μου φέρε πίσω την μαμά μου και εγώ θα κάνω ό,τι θες! ...Δεν θα ξανά αντιγράψω στα διαγωνίσματα θεέ μου! ...Ούτε θα πω ξανά στους άλλους πως στην πραγματικότητα δεν  υπάρχει Άι Βασίλης! Συγγνώμη!!! Θεέ μου δεν θα το ξανά κάνω! Μην μου την πάρεις...όχι... "

----------

" Όλη νύχτα προσευχόμουν. Και όλη μέρα προσευχόμουν. Συνέχεια προσευχόμουν! Όμως η μάμά ποτέ δεν ξανά μπήκε στο δωμάτιο μου... Ποτέ δεν μου έφτιαξε ξανά μεσημεριανό... Ποτέ δεν με φίλησε στο μέτωπο για καληνύχτα... Ποτέ! Σαν να μην υπήρξε μητέρα στη δική μου ζωή... Σαν να μην με είχε φέρει η Αμαλία στον κόσμο αλλά ίσως είχα ξετρυπώσει από κάποια αφύσικη τρύπα του σύμπαντος... Σαν να μην την είχα γνωρίσει στ'αλήθεια ποτέ... 

Και σταμάτησα να προσεύχομαι. "

----------

" ΜΑΜΆ ΣΉΚΩ! ΜΑΜΆ ΕΓΏ ΕΊΜΑΙ! Ο ΣΤΈΦΑΝΟΣ ΣΟΥ! ΞΎΠΝΑ ΚΑΙ ΜΊΛΗΣΕ ΜΟΥ! ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΩΣ ΌΛΑ ΘΑ ΠΆΝΕ ΚΑΛΆ! " κλάμα, ουρλιαχτά, φωνές. " ΆΣΤΕ ΜΕ! ΆΣΤΕ ΜΕ ΝΑ ΤΗΣ ΜΙΛΉΣΩ! ΘΑ ΞΥΠΝΉΣΕΙ ΤΟ ΞΈΡΩ! ΑΦΉΣΤΕ ΜΕ ΝΑ ΕΊΜΑΙ ΚΟΝΤΆ ΤΗΣ. ΑΠΛΆ ΚΟΙΜΆΤΑΙ! " και με τραβούσαν μακρυά από το ανοικτό φέρετρο. 

Πρόσεχε Αναστασία!Où les histoires vivent. Découvrez maintenant