[Κεφάλαιο 6ο]
Αφού ετοιμαστώ ξεκινάω για το κλαμπ που με είχαν πάει τα αγόρια την προηγούμενη φορά. Ευτυχώς θυμάμαι καλά τον δρόμο. Μπαίνω μέσα και βλέπω πολλά σώματα όλων τον ηλικιών να κουνιούνται στο ρυθμό της μουσικής. Το μέρος μυρίζει τσιγαρίλα και ιδρώτα. Θα το συνηθίσω... προχωράω μέχρι που τους βρίσκονται να κάθονται σε ένα τραπέζι στο βάθος. Από εκεί βλέπεις όλο το κλαμπ. Τους χαιρετάω και ο Τζέρεμι καταλαβαίνει πως είμαι θυμωμένος. Τους λέω τι έγινε με αυτή την ηλίθια και αρχίζουν να γελάνε.
«Μαλάκα, η γκόμενα θέλει ξύλο.» λέει μέσα από τα γέλια του ο Ζοζέφ.
«Εμένα μου λες;»
«Έπρεπε να της είχες κάνει ένα ωραιότατο κωλοδάχτυλο και να είχες φύγει σαν κύριος.» λέει ο Τζέιμς.
«Το σκέφτηκα, αλλά είπα να μην γίνω πολύ κόπανος από την πρώτη μέρα.» λέω και γελάμε όλοι μαζί. Μου είχε λείψει να γελάω, όμως η χαρά μου δεν κράτησε πολύ.
«Τι έγινε ρε;» ρώτησε η Αμέλια.
«Πλάκα μου κάνετε έτσι;» είπα και χτύπησα την παλάμη μου με το κούτελο μου, κουνώντας το κεφάλι μου δεξιά και αριστερά.
«Χάρρυ...» ακούστηκε η φωνή της Βικτώριας.
«Τι κάνει εδώ αυτή γαμώ;» είπα και έδειξα προς την μεριά της μελαχρινής. Μου κάνει πλάκα ο Θεός δεν παίζει...
«Μαλάκα Χάρρυ δεν σε θέλει καθόλου.» λέει ο Τάιλερ και αρχίζουν να γελάνε.
«Με εκνευρίζετε βλαμμένα!» λέω απότομα αλλά αρχίζω να γελάω.
Κοιτάει προς το μέρος μας και κλειδώνει το βλέμμα της με το δικό μου. Της χαμογελάω ειρωνικά και εκείνη γυρίζει τα μάτια της. Κουνάω απαξιωτικά το κεφάλι μου και κοιτάζω τα παιδιά που γελάνε. Τους βγάζω την γλώσσα και πηγαίνω προς το μπαρ να πάρω ένα ποτό. Παραγγέλνω μια βότκα πορτοκάλι και περιμένω. Παίζω με τα δάχτυλά μου όταν κάποιος κάθεται δίπλα μου. Γυρίζω και βλέπω την μελαχρινή. Γαμώ την πουτάνα μου δηλαδή! Παραγγέλνει το ίδιο με εμένα και το βλέμμα της πέφτει πάνω μου. Με κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω εξεταστικά. Τελικά σπάω πρώτος την σιωπή.
«Βλέπεις κάτι που σ' αρέσει;» ρωτάω ειρωνικά.
«Όχι, γι' αυτό και σε παρατηρώ μπας και βρω κάτι ωραίο πάνω σου, αλλά δεν...» λέει ήρεμα. Τα παίρνω σιγά-σιγά.
«Έφευγες;» ρωτάω απότομα.
«Όχι μέχρι να πάρω το ποτό μου, εσύ;» με κοιτάει στα μάτια με το δεξί της φρύδι σηκωμένο.
«Όχι μέχρι να πάρω το ποτό μου.» της λέω κοροϊδεύοντας την φωνή της.
«Χα-χα τι αστείος...» λέει και γυρίζει τα μάτια της.
«Δεν ήταν αστείο.» λέω ανασηκώνοντας τους ώμους μου. Κανείς δεν μιλάει μετά από αυτό. Απλά περιμένουμε τα ποτά μας. Το δικό μου έρχεται πρώτο. Το παίρνω κι μόλις πάω να φύγω με κρατάει από το μπράτσο. Τραβάω απότομα το χέρι μου και γυρίζω προς το μέρος της. Βρισκόμαστε σε απόσταση αναπνοής.
«Σταμάτα να το κάνεις αυτό, με εκνευρίζει!» λέω όσο πιο ψύχραιμα μπορώ.
«Αλλιώς τι; Θα με δείρεις;» λέει ειρωνικά.
«Τι θες;» ρωτάω αγριεμένα.
«Να πω πως ευχαριστώ που άφησες τα γράμματά μου στο γραμματοκιβώτιό μου. Ήταν...»
«Παρακαλώ!» λέω απότομα αφού την διακόψω.
Φεύγω και πηγαίνω στο τραπέζι τον παιδιών, γιατί αλλιώς θα την έδερνα τόσο πολύ που θα πήγαινε στην εντατική και θα έμενε εκεί για πολύ καιρό. Μου την δίνει αυτή η κοπέλα. Μόλις φτάσω στο τραπέζι, ακουμπάω με δύναμη το ποτήρι στο τραπέζι που παραλίγο να σπάσει. Όλοι με κοιτάνε και τους λέω τι έγινε. Απλά γελάνε... εγώ μένω αμίλητος και πίνω λίγο από το ποτό μου.
(ΈΚΑΝΑ ΔΙΠΛΌ UPDATE ΣΉΜΕΡΑ ΓΙΑΤΊ ΕΊΧΑ ΌΡΕΞΗ. ΕΛΠΊΖΩ ΝΑ ΣΑΣ ΆΡΕΣΑΝ. ΌΠΩΣ ΠΡΟΣΈΞΑΤΕ ΔΕΝ ΞΕΚΊΝΗΣΕ ΚΑΙ ΙΔΙΑΊΤΕΡΑ ΚΑΛΆ Η ΓΝΩΡΗΜΊΑ ΤΟΥΣ. ΆΝΤΕ ΝΑ ΔΟΎΜΕ ΤΙ ΘΑ ΣΥΜΒΕΊ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΣΥΝΈΧΕΙΑ. ΜΗΝ ΞΕΧΝΆΤΕ ΝΑ ΚΆΝΕΤΕ VOTE ΣΤΑ ΚΕΦΆΛΑΙΑ. ΛΟΒ ΓΙΟΥ<3)
YOU ARE READING
Ο Γείτονας 2: Kill me or Save me!
Fanfiction«Όσο υπάρχουν μυστικά είναι αδύνατο να υπάρξει και εμπιστοσύνη. Όμως... Ισως τελικά ειναι καλύτερα καποια πράγματα να μην μαθαίνονται ποτε...!»